Επιχειρηματική «θερμοκοιτίδα» για νέους επιστήμονες   Leave a comment

Φιλόδοξο σχέδιο του αναπληρωτή υπουργού Κ. Φωτάκη
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 11/12/2016 05:45

Μια νέα εποχή φαίνεται ότι αρχίζει για πανεπιστήμια και ερευνητικούς φορείς της χώρας, που αποφάσισαν να… επιχειρήσουν! Η παραγωγή δημόσιου πλούτου από τα επιστημονικά τους αποτελέσματα και η χρησιμοποίησή τους εμπορικά και επιχειρηματικά ώστε να επανα-επενδυθούν στη συνέχεια στην έρευνα και στην επόμενη γενιά επιστημόνων μοιάζει να είναι το φωτεινό τούνελ για τη χώρα μας. Ενα τούνελ που έμενε άδειο επί σειρά ετών αλλά τώρα οι ράγες του φαίνεται ότι γεμίζουν.

«Κεφάλαια σποράς»
Στο νέο σκηνικό που στήνεται περιφερειακά σε όλη τη χώρα κεντρικό ρόλο έχουν το υπουργείο Ερευνας και ο αναπληρωτής υπουργός κ. Κώστας Φωτάκης καθώς όλα αυτά πρέπει να χρηματοδοτηθούν. Ετσι, λοιπόν, θα δημιουργηθεί ένα νέο υπερταμείο «συμμετοχών», το οποίο θα αποτελείται από τρία νέα ανεξάρτητα Ταμεία με σκοπό τη χρηματοδότηση ερευνητικών ιδεών στα διάφορα στάδια εξέλιξής τους ώσπου να σταθεροποιηθούν στον κόσμο του «επιχειρείν».

Πρόκειται για ένα φιλόδοξο σχέδιο, με στόχο την καλλιέργεια μιας ολοκαίνουργιας… σοδειάς νέων επιχειρηματιών στη χώρα και τη χορήγηση κεφαλαίων σποράς σε ερευνητικές ιδέες.

Ποιος θα πληρώνει; Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων που είναι ο επενδυτικός βραχίονας της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, το Ελληνικό Δημόσιο μέσω των κοινοτικών κονδυλίων (ΕΣΠΑ) και ο ιδιωτικός τομέας. Μάλιστα προβλέπεται, όπως εξηγούν οι εκπρόσωποι του υπουργείου Ερευνας, ότι εάν μια ιδέα εμπεριέχει ρίσκο η χρηματοδότησή της θα γίνεται κατά κύριο λόγο από τον δημόσιο τομέα. Εάν δεν έχει μεγάλο ρίσκο θα μπορούν να συμμετέχουν και ιδιώτες, υπαρκτές επιχειρήσεις που ενδιαφέρονται κ.λπ.

Στη χρηματοδότηση αυτή θα περιλαμβάνονται και οι λεγόμενες spin off εταιρείες, με βάση τις οποίες έλληνες ερευνητές κάνουν πρώτης γραμμής έρευνα σε μεγάλα πανεπιστήμια σε όλον τον κόσμο και η οποία νομοθετικά μπορεί να αξιοποιηθεί και στην Ελλάδα.

Τα τρία αυτά Ταμεία θα επενδύουν σε επιχειρηματικά σχέδια που ξεκινούν τώρα αλλά και σε ήδη υπαρκτές επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν ήδη μια αξία στην αγορά.

Βεβαίως, ούτε η έρευνα θα αντιμετωπισθεί ως «εμπόρευμα» ξεκαθαρίζουν πηγές του υπουργείο Ερευνας ούτε όλοι θα πρέπει να γίνουν επιχειρηματίες! Στόχος απλώς είναι να καλλιεργηθεί μια νέα κουλτούρα ανάπτυξης στη χώρα.
Κάποια πανεπιστήμια μάλιστα όσον αφορά τη σύνδεσή τους με επιχειρήσεις και τη συνεργασία τους σε κοινές ερευνητικές ομάδες είναι ήδη εκεί!

Ο καθηγητής κ. Γεώργιος Δουκίδης, υπεύθυνος της Μονάδας Καινοτομίας και Επιχειρηματικότητας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών αλλά και του εργαστηρίου ηλεκτρονικού εμπορίου, δηλώνει: «Είναι βέβαιο ότι ξεκινάει μια νέα εποχή για τα ελληνικά πανεπιστήμια. Πρέπει όμως να ξεκαθαρίσουμε ότι ο ερευνητής δεν μπορεί πάντα να είναι και επιχειρηματίας. Ο ερευνητής πρέπει να δημιουργεί. Και πρέπει να είναι μέλος μιας ομάδας. Για να πετύχουμε δεν μπορούμε να βασιζόμαστε μόνο στην απλή επιχειρηματικότητα των προπτυχιακών φοιτητών αλλά και στα συνολικά ερευνητικά αποτελέσματα των πανεπιστημίων. Οπότε υπάρχει προοπτική». «Τώρα η χώρα μας είναι έτοιμη να αξιοποιήσει αυτό το ερευνητικό προσωπικό;» αναρωτιέται.

Οπως εξηγεί, το Οικονομικό Πανεπιστήμιο κάνει ήδη έρευνα σε συνεργασία με μεγάλες επιχειρήσεις και εκμεταλλεύεται την εμπορική αξία της τεχνογνωσίας του. Με τον τρόπο αυτόν άλλωστε χρηματοδοτούνται η έρευνα και πολλά μεταπτυχιακά και διδακτορικά του προγράμματα.

Βοήθεια στα ΑΕΙ
Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης κ. Αχιλλέας Γραβάνης, ερευνητής του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Ερευνας (ΙΤΕ) και ιδρυτής της εταιρείας-τεχνοβλαστό βιοτεχνολογίας Bionature Ltd, παρουσίασε ήδη τα ερευνητικά αποτελέσματα της δουλειάς του σε εκπροσώπους του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων που επισκέφθηκαν πρόσφατα την Κρήτη και τη Θεσσαλονίκη.

Ο ίδιος κάνει την έρευνά του στις ΗΠΑ και στο Χάρβαρντ, και επισκέφθηκε τη διοργάνωση κυρίως για να στηρίξει τη δημιουργία του νέου Ταμείου.

«Ο ρόλος του EIF στην προώθηση της ακαδημαϊκής καινοτόμου επιχειρηματικότητας είναι εξαιρετικά παραγωγικός σε πανευρωπαϊκό επίπεδο» λέει ο κ. Γραβάνης μιλώντας στο «Βήμα». «Τα ακαδημαϊκά και ερευνητικά ιδρύματα της Κρήτης προσδοκούν στην υποστήριξη του EIF τόσο σε επίπεδο τεχνογνωσίας όσο και για την εξασφάλιση οικονομικών πόρων που θα βοηθήσουν καθοριστικά στην ίδρυση νέων καινοτόμων εταιρειών-τεχνοβλαστών» συνεχίζει.

«Τα ελληνικά ερευνητικά κέντρα και ΑΕΙ διαθέτουν πυρήνες άριστης επιστημονικής έρευνας και καινοτομίας, και οφείλουν να προσαρμοστούν στην τόσο διαδεδομένη διεθνώς πρακτική επειχειρηματικής εκμετάλλευσής τους. Η ίδρυση καινοτόμων νέων επιχειρήσεων θα συμβάλει καθοριστικά στη δημιουργία και στη διατήρηση νέων θέσεων εργασίας ελλήνων επιστημόνων με άμεσο θετικό αποτέλεσμα στην αναστροφή της επιστημονικής μετανάστευσης, αλλά και προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας, διεθνώς ανταγωνιστικών» καταλήγει ο κ. Γραβάνης.

Από την πλευρά του ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και μέλος στο Ανώτατο Συμβούλιο Ειδικών Επιστημόνων διαχείρισης χημικών κρίσεων της Κομισιόν κ. Δημήτρης Κουρέτας λέει μιλώντας στο «Βήμα»: «Τα πανεπιστήμια μπορούν να συμβάλουν στην ανάπτυξη επιτυχημένων συστάδων οικονομικής δραστηριότητας σε συνδυασμό με επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα και επιτέλους να μετατραπεί στην πατρίδα μας ο ακαδημαϊκός πόρος σε οικονομικό πόρο ανάπτυξης της κοινωνίας».

Η επιστημονική ομάδα του καθηγητή Κουρέτα σε συνεργασία με τρεις εγχώριες επιχειρήσεις (Polytech, Coffee Island, Serinth) συνέλαβε την ιδέα για την ανάπτυξη μιας συσκευής που θα μπορεί να υπολογίσει την αντιοξειδωτική ικανότητα υγρών τροφίμων όπως ο καφές, οι χυμοί, η μπίρα και το κρασί ή το γάλα. Η συσκευή αυτή έχει πλέον εμπορική χρήση και αποφέρει λεφτά στο πανεπιστήμιό του.

«Οταν όλοι φεύγουν, εμείς πρέπει να κρατήσουμε τα παιδιά μας εδώ» λέει χαρακτηριστικά ο κ. Κουρέτας στο «Βήμα».
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αλλα 250 εκατ. ευρώ για επιχειρήσεις
Οπως εξηγεί ο κ. Φωτάκης μιλώντας στο «Βήμα» και εξηγώντας τη συνολική πολιτική των επόμενων ετών στον τομέα της ευθύνης του, μέσω του νεοσύστατου ΕΛΙΔΕΚ (Ελληνικό Ιδρυμα Ερευνας και Καινοτομίας), που στόχο έχει να στηρίξει την έρευνα, η οποία προέρχεται από την «καλλιέργεια» της επιστήμης, θα διατεθούν πόροι της τάξης των 240 εκατομμυρίων ευρώ για την περίοδο 2016 – 2019 με βασικούς δικαιούχους τα Ακαδημαϊκά και Ερευνητικά Ιδρύματα της χώρας.

Παράλληλα όμως, με τη νέα αυτή κίνηση, πάνω από 250 εκατομμύρια ευρώ αναμένεται ότι θα συγκεντρωθούν τελικά για τη δημιουργία του νέου Υπερταμείου. Τα ποσά αυτά βέβαια θα συγκεντρωθούν και θα διατεθούν με έναν ορίζοντα 7-10 ετών.

«Το νέο Υπερταμείο θα είναι ένα Ταμείο Συμμετοχών (Fund of Funds), το οποίο θα διαχειρίζεται πόρους από τα διαρθρωτικά ταμεία (νέο ΕΣΠΑ), το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων (European Investment Fund) αλλά και τον ιδιωτικό τομέα» αναφέρει.

Υπό τη σκέπη του Ταμείου αυτού θα υπάρχουν τρία ταμεία: το Ταμείο ως «Παράθυρο Καινοτομίας» (Innovation window), το Ταμείο «Πρώιμου σταδίου» (Early stage) και το Ταμείο της «Ανάπτυξης» (Growth).

Σκοπός των Ταμείων αυτών είναι μέσω συμμετοχών να στηρίξουν και την επιχειρηματικότητα, η οποία προέρχεται από την ερευνητική δραστηριότητα, είναι δηλαδή «έντασης γνώσης», και να στηρίξουν έτσι την προσπάθεια που καταβάλλει η χώρα για ισχυρή και δίκαιη ανάπτυξη στηριγμένη στην οικονομία της γνώσης. Ειδικά για το «παράθυρο καινοτομίας», θα προβλέπεται η διττή λειτουργία του Ταμείου αυτού, υπό τη μορφή επιταχυντών ή μεταφοράς τεχνολογίας χορηγώντας «κεφάλαια σποράς» ή και «κεφάλαια συμμετοχών».
ΠΟΙΟΣ ΠΛΗΡΩΝΕΙ;
Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων που είναι ο επενδυτικός βραχίονας της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και το Ελληνικό Δημόσιο, μέσω των κοινοτικών κονδυλίων (ΕΣΠΑ). Μάλιστα προβλέπεται, όπως εξηγούν οι εκπρόσωποι του υπουργείου Ερευνας, ότι εάν μια ιδέα εμπεριέχει ρίσκο η χρηματοδότησή της θα γίνεται κατά κύριο λόγο από τον δημόσιο τομέα. Εάν δεν έχει μεγάλο ρίσκο θα μπορούν να συμμετέχουν και ιδιώτες, υπαρκτές επιχειρήσεις που ενδιαφέρονται κ.λπ.

 

Το κείμενο αρχικά δημοσιεύτηκε εδώ:  http://www.tovima.gr/society/article/?aid=850702

Posted 12 Δεκεμβρίου, 2016 by msofcrete in Uncategorized

Tagged with ,

Μάρτιν Κερν: Συνδέστε εκπαίδευση και έρευνα με παραγωγή   Leave a comment

Του Στράτου Καρακασίδη

Οι προκλήσεις στην Ευρώπη είναι πολλές και σχεδόν όλες βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη. Η ενέργεια και η βιώσιμη διαχείρισή της είναι από τις κορυφαίες αυτές προκλήσεις, γι’ αυτό και η αλλαγή του ενεργειακού μοντέλου αποτελεί βασική προτεραιότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής την τελευταία πενταετία. Ο Μάρτιν Κερν, διευθυντής του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Καινοτομίας και Τεχνολογίας (ΕΙΤ), έχει αναλάβει από το 2014 την προώθηση της καινοτομίας και την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας στην Ευρώπη, με διαχείριση των κονδυλίων του σχεδίου «Ορίζοντας 2020». Τον κεντρικό πυλώνα της Ενωσης που έχει στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της Ε.Ε. σε παγκόσμιο επίπεδο.

Ο Γερμανός τεχνοκράτης, έμπειρο στέλεχος της Επιτροπής, γνωρίζει πολύ καλά τη σημασία της ενεργειακής αυτάρκειας, γι’ αυτό και από την 1η Αυγούστου του 2014, οπότε ανέλαβε τη διεύθυνση του Ινστιτούτου και έχοντας πρόσβαση στα 80 δισ. ευρώ του προγράμματος, στήριξε τις επιχειρήσεις που προσφέρουν «έξυπνες» λύσεις εξοικονόμησης ενέργειας. «Υπάρχουν δύο τρόποι να βοηθήσεις στην αλλαγή του τρόπου που οι Ευρωπαίοι καταναλώνουν ενέργεια· και αυτοί είναι η εκπαίδευση και η οικονομία στο πορτοφόλι», λέει στην «Κ» γελώντας ο κ. Κερν, συμπληρώνοντας ότι «οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής θα φέρουν “πονοκέφαλο” στις κυβερνήσεις τα επόμενα χρόνια και χρειάζεται άμεση δράση».

Ο Μάρτιν Κερν δεκαεπτά χρόνια εργαζόταν ως επικεφαλής σε αποστολές της υπηρεσίας διεύρυνσης της Ε.Ε., βοηθώντας χώρες να φτιάξουν τις δομές τους ώστε να είναι υποψήφιες προς ένταξη. Ο κ. Κερν βρίσκεται «πίσω» από την ένταξη της Λιθουανίας, της Εσθονίας, της Πολωνίας, καθώς επίσης και της Βουλγαρίας, και γι’ αυτό, όταν ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μετά την εκλογή του το 2014 ξεκαθάρισε ότι δεν πρόκειται να γίνει στη θητεία του περαιτέρω διεύρυνση, έδωσε στον Γερμανό οικονομολόγο την ευθύνη διαχείρισης του ΕΙΤ.

«Εχοντας δει την Ε.Ε. να μεγαλώνει, θέλεις να πας ένα βήμα παρακάτω και να δεις αυτές τις χώρες να επιτυγχάνουν οικονομικά, και ένα από τα εργαλεία για να το επιτύχεις είναι η καινοτομία, οπότε κατά μία έννοια μπορούμε να πούμε ότι συνδέονται οι δύο θέσεις», λέει χαρακτηριστικά.

Ολοκληρώνοντας την παρουσίασή του στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο του Βερολίνου για το «Climate-KIC», τη ναυαρχίδα των προγραμμάτων του ΕΙΤ, κατευθυνόμαστε σε ένα κοντινό εστιατόριο. Στη διαδρομή μού εξηγεί ότι «προσπαθούμε να συμβάλουμε στην ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης, στη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξή της και στη δημιουργία θέσεων εργασίας, μέσα από την ενίσχυση των συνεργειών μεταξύ επιχειρήσεων, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και ερευνητικών φορέων. Να δημιουργήσουμε ευνοϊκές συνθήκες για τη δημιουργική σκέψη, ώστε να ευδοκιμήσουν στην Ευρώπη η καινοτομία και η επιχειρηματικότητα παγκόσμιας εμβέλειας».

Τρεις στόχοι

«Από τη στιγμή που ανέλαβα αυτήν τη θέση, ήξερα ότι έπρεπε να εργαστούμε σκληρά για να μπορέσουμε να αντεπεξέλθουμε στα νέα καθήκοντα που προέβλεπε το σχέδιο του προέδρου Γιούνκερ για την ενίσχυση της απασχόλησης, την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία στην Ευρώπη», λέει καθώς αφήνει την καμπαρντίνα και το κασκόλ του στη διπλανή καρέκλα στο εστιατόριο που θυμίζει έντονα παλαιό βιομηχανικό χώρο, με φαρδιά ξύλινα τραπέζια μοναστηριακού τύπου.

«Στα δύο χρόνια δεν τα έχουμε πάει άσχημα, αφού ιδρύσαμε επιχειρηματικές κοινότητες γύρω από τους τομείς της οικιακής ψηφιακής διαχείρισης, της ανακύκλωσης, της υγείας, των τροφίμων, δίνοντας έτσι περισσότερες ευκαιρίες στους νέους Ευρωπαίους να επιχειρήσουν σε θέματα που τους ενδιαφέρουν», λέει. Και παραθέτοντας τους σχετικούς αριθμούς επισημαίνει ότι το ΕΙΤ διαθέτει πλέον περισσότερους από 800 συνεργάτες σε όλη την Ευρώπη, συνεισφέροντας στην παραγωγή 212 προϊόντων και υπηρεσιών.

Τoν ρωτάω αν υπάρχουν προγράμματα που υποστηρίζει το EΙΤ στην Ελλάδα και απαντάει ότι φέτος ξεκίνησαν οι πρώτες συνεργασίες με ιδιωτικές πρωτοβουλίες στην Αθήνα, καθώς μέχρι πρόσφατα δεν είχαν κάποια πρόσκληση για συνεργασία. «Γνωρίζω ότι η Αθήνα προχωράει με ταχύτητα στην ανάπτυξη τεχνολογικών λύσεων και έχουμε θέσει ως άμεσο στόχο τη συνεργασία με ελληνικά πανεπιστήμια και φορείς. Υπάρχει τρομερό ταλέντο και δημιουργική διάθεση, αλλά χρειάζεται εξωστρέφεια και διασυνοριακή συνεργασία για να γίνουν σημαντικά πράγματα».

Συγκλίσεις και δυσαρμονίες στο «τρίγωνο της γνώσης»

Τα κυρίως πιάτα έχουν φθάσει και ο Μάρτιν Κερν, ευδιάθετος και ομιλητικός, ξεδιπλώνει τη σκέψη του για το πώς, κατά τον ίδιο, θα πρέπει να δομηθεί το μοντέλο που θα στηρίζει την ανάπτυξη και θα ενισχύει την ανταγωνιστικότητα.

«Εστω ότι έχουμε ένα τρίγωνο», λέει και εδώ γίνεται εξόχως παραστατικός: το σχηματίζει πάνω στο τραπέζι χρησιμοποιώντας τους δείκτες και τους αντίχειρες των δύο χεριών του. Ετσι λοιπόν, λέει: «Στη μία γωνία έχουμε την επιχειρηματικότητα, στην άλλη την εκπαίδευση και στην τρίτη έχουμε την έρευνα. Σ’ αυτόν τον τριπλό αλληλοσυμπληρούμενο έλικα μπορεί να βασιστεί κάθε καινοτόμα πρωτοβουλία για τη δημιουργία δυναμικών διασυνοριακών συνεργασιών. Εμείς πολύ απλά το έχουμε ονομάσει το τρίγωνο της γνώσης».

Βέβαια, μετά την ενθουσιώδη περιγραφή, διαπιστώνει ότι έχουν να γίνουν πολλά πάνω σε αυτό το «τρίγωνο της γνώσης», καθώς υπάρχει δυσαρμονία μεταξύ των κρατών. Οπως εξηγεί, υπάρχουν χώρες όπως η Γερμανία, η Μεγάλη Βρετανία, η Ιταλία και η Σουηδία, όπου το παραπάνω μοντέλο εφαρμόζεται εδώ και καιρό με μεγάλη επιτυχία, αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις που δεν έχει απήχηση ή δεν εφαρμόζεται καθόλου. «Στόχος μας είναι να γεφυρώσουμε αυτό το χάσμα μεταξύ των κρατών-μελών. Τονίζω ότι οι καλές ιδέες έρχονται από τους φοιτητές, αλλά ο συνδυασμός με την πείρα που έχουν οι επιχειρήσεις και το επιστημονικό υπόβαθρο που προσφέρουν τα ερευνητικά κέντρα μπορεί να δημιουργήσει την επανάσταση στο επιχειρείν. Αυτό συνεπάγεται και περισσότερες δουλειές, περισσότερες και μεγαλύτερες ευκαιρίες ανταπόκρισης επ’ ωφελεία όλων στις οικονομικές προκλήσεις».

Ξεχωριστό ενδιαφέρον έχει η μέθοδος με την οποία εργάζονται στους τομείς του Ινστιτούτου, που περνά μέσα από τα λεγόμενα «Knowledge and Innovation Communities» (KICs) δηλαδή τις «Κοινότητες Γνώσης και Καινοτομίας» (ΚΓΚ). Ετσι, γι’ αυτό υπάρχουν τα «Climate-KIC» για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που δημιουργεί η κλιματική αλλαγή· η «ΕΙΤ Digital» για την παραγωγή τεχνολογίας πληροφοριών και επικοινωνιών παγκόσμιας εμβέλειας· η «KIC InnoEnergy» για την αντιμετώπιση των θεμάτων βιώσιμης ενέργειας· η «ΕΙΤ Health» για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των Ευρωπαίων πολιτών και τη βιωσιμότητα των συστημάτων υγείας και κοινωνικής πρόνοιας· η «EIT Raw Materials» για τη διασφάλιση της προσβασιμότητας, της διαθεσιμότητας και της βιώσιμης χρήσης των πρώτων υλών για την οικονομία και τους πολίτες.

Στόχος μας, να αλλάξουμε νοοτροπία στην Ε.Ε. για την επιχειρηματικότητα

Εχοντας γεμίσει δεύτερη φορά τα ποτήρια με την μπίρα που συνόδευε το κύριο πιάτο μας, ο Μάρτιν Κερν με έντονο ύφος προχωρεί σε μία διαπίστωση. «Στην Ευρώπη συμβαίνει το εξής παράδοξο: ενώ έχουμε εξαιρετικά πανεπιστήμια, πρότυπα ερευνητικά κέντρα, δεν δημιουργούμε πολλές επιτυχημένες επιχειρήσεις και αυτό γιατί δεν υπάρχει αρκετή συνεργασία μεταξύ αυτών των τριών πυλώνων (σ.σ.: Πανεπιστήμιο – Ερευνα – Επιχειρήσεις). Για παράδειγμα, τα αποτελέσματα μιας έρευνας δεν μπαίνουν στην αγορά και αν μπουν θα έχουν καθυστερήσει αρκετά. Υπάρχουν εξαιρετικοί ερευνητές, αλλά δεν υπάρχουν τα επιχειρηματικά οικοσυστήματα για να τους απορροφήσουν ώστε να μεταφέρουν τα ευρήματα από τα εργαστήρια στην αγορά. Σ’ αυτό υστερούμε σε ανταγωνιστικότητα σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Ασία. Οι βιομηχανίες διψούν γι’ αυτές τις συνεργασίες, προκειμένου να εφεύρουν την επόμενη καινοτόμο λύση που θα εξελιχθεί σε ανταγωνιστικό προϊόν».

Ρωτάμε τον κ. Κερν αν η Ευρώπη μπορεί να έχει στο έδαφός της την επόμενη Αmazon, το Facebook ή την Google από τη στιγμή που αντίστοιχες εταιρείες μεταναστεύουν από την Ε.Ε. στις ΗΠΑ, λαμβάνοντας ιλιγγιώδεις χρηματοδοτήσεις. Η απάντηση ήταν λακωνική, με μια δόση αμηχανίας καθώς λέει ότι «στόχος είναι να δημιουργήσουμε το κατάλληλο επιχειρηματικό περιβάλλον για να δημιουργηθούν οι επόμενες εταιρείες αυτού του βεληνεκούς. Περισσότερες εταιρείες που φιλοδοξούν να εξελιχθούν σε παίκτες».

Οι millennials

Ο Μάρτιν Κερν, όπως και πολλοί ειδικοί στην Ε.Ε., πιστεύει ότι τα τελευταία χρόνια έχει επέλθει μια συνολική αλλαγή νοοτροπίας προς την επιχειρηματικότητα ιδιαίτερα μεταξύ των millennials. «Ημουν στη Βουλγαρία και την Ουκρανία την προηγούμενη εβδομάδα και συνάντησα ταλαντούχους νέους που προσπαθούν να δώσουν λύσεις στα τοπικά προβλήματα μέσα από επιχειρηματικά σχέδια. Αυτή η στροφή μπορεί να αλλάξει καθολικά τις συνθήκες στην Ευρώπη. Τα προηγούμενα χρόνια δεν είχε δοθεί η κατάλληλη προσοχή στην επιχειρηματικότητα και σήμερα προσπαθούμε να καλύψουμε το κενό. Επιδιώκουμε να αλλάξουμε νοοτροπία στην Ευρώπη». Για την ιδιαίτερα υψηλή φορολογία στην Ευρώπη ο κ. Κερν λέει ότι «ως Ινστιτούτο μπορώ να πω ότι είμαστε μια ήπια δύναμη που μπορούμε να πιέσουμε προς όλες τις κατευθύνσεις και να γεφυρώσουμε τις εμπλεκόμενες πλευρές ώστε να γίνουν ευέλικτες νομοθεσίες για την επιχειρηματικότητα, αλλά είναι κυρίως θέμα βούλησης των κυβερνήσεων. Αυτές αποφασίζουν στο τέλος. Πρέπει να είμαστε γρηγορότεροι στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και αυτό προσπαθούμε να αλλάξουμε. Ξέρετε, η καινοτομία δεν περιμένει κι αν δεν κάνεις κάτι εσύ άμεσα κάποιος άλλος θα βρεθεί να το κάνει και θα πάρει την αγορά, την επιτυχία και τα κέρδη».

Για το φαινόμενο διαρροής εγκεφάλων προς άλλες χώρες, ο Μάρτιν Κερν έχει άποψη καθώς το αντιμετωπίζουν πολλές από τις χώρες που επισκέπτεται. «Γνωρίζω το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Είναι ίδιο σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, αλλά λέω συχνά ότι είναι στο χέρι σας να το αποτρέψετε. Διαθέτετε ανθρώπινο δυναμικό που είναι άρτια καταρτισμένο, διαθέτει καλές ιδέες και μέσω της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας μπορούν να δημιουργηθούν ποιοτικές θέσεις εργασίας και να αναχαιτιστεί το φαινόμενο. Φυσικά, εξαρτάται και από τη βούληση της κάθε κυβέρνησης κατά πόσο θα βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση και πώς θα πάρει πρωτοβουλίες. Αν συνδέσετε τα πανεπιστήμια, τη βιομηχανία και τα ερευνητικά κέντρα σίγουρα μπορεί να γίνει πολύ σημαντική δουλειά». Για να ενισχύσει το παραπάνω επιχείρημα ο κ. Κερν χρησιμοποιεί το παράδειγμα της Εσθονίας, η οποία από το 2009 μέχρι σήμερα έχει εξελιχθεί σε μία από τις πλέον φιλόξενες χώρες της Ευρώπης για τεχνολογικές εταιρείες δίνοντας ισχυρά οικονομικά κίνητρα και κερδίζοντας ποιοτικές θέσεις εργασίας. «Μια μικρή χώρα κατάφερε να εφαρμόσει και να υιοθετήσει μικρές, μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις δημιουργώντας ένα φιλικό περιβάλλον για τις επιχειρήσεις στο κέντρο της Ευρώπης. Αυτό μπορεί να κάνει και η Ελλάδα».
Δεδομένου ότι η Μεγάλη Βρετανία διαθέτει ένα από τα πιο δυναμικά αναπτυσσόμενα επιχειρηματικά σχήματα, ζητάμε μια εκτίμηση για τη μετά Brexit εποχή. «Είναι δύσκολο να προκαταλάβουμε το τι θα γίνει μετά Brexit. Οι επιχειρήσεις του Λονδίνου είναι πάρα πολύ ισχυρές και είναι βέβαιο ότι πολλές έχουν ήδη ετοιμάσει εναλλακτικά σχέδια ώστε να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα και τα κέρδη τους. Μέχρι το Λονδίνο να ενεργοποιήσει το άρθρο 50 τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει στις σχέσεις με την Ε.Ε. Αφού ενεργοποιηθεί θα αρχίσουν σκληρές διαπραγματεύσεις, αλλά μην ξεχνάτε ότι η καινοτομία και η τεχνολογία ξεπερνούν τα σύνορα και οι συνεργάτες μας στη Μεγάλη Βρετανία το γνωρίζουν καλά».

Η συνάντηση

Βρεθήκαμε στο Βερολίνο στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Εβδομάδας Επιχειρηματικότητας 2016, σε ένα από τα εστιατόρια του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου του Βερολίνου.

Oι σταθμοί του

1972
Γεννιέται στην Καρλσρούη, πόλη της νότιας Γερμανίας κοντά στα σύνορα με τη Γαλλία.

1997
Αποφοιτά από τη Σχολή Οικονομικών του πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης.

1998
Ολοκληρώνει το μεταπτυχιακό του στις Ευρωπαϊκές Σπουδές.

2001
Αναλαμβάνει επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Αντιπροσωπείας στο Ταλίν της Εσθονίας και το 2003 η χώρα γίνεται μέλος της Ε.Ε. και συνεχίζει με περιοχή ευθύνης τις χώρες της Βαλτικής.

2009
Αποσπάται στο σουηδικό υπουργείο Εξωτερικών ως αντιπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά τη διάρκεια προεδρίας της Σουηδίας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

2010
Μεταβαίνει στην Κωνσταντινούπολη ως ειδικός διαπραγματευτής αρμόδιος για τα οικονομικά, για την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε.

2011
Αναλαμβάνει επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Αντιπροσωπείας στη Σερβία.

2014
Αναλαμβάνει διευθυντής του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Καινοτομίας και Τεχνολογίας (ΕΙΤ).

 

Δημοσιεύτηκε αρχικά εδώ:  http://www.kathimerini.gr/886469/article/proswpa/geyma-me-thn-k/martin-kern-syndeste-ekpaideysh-kai-ereyna-me-paragwgh

Posted 12 Δεκεμβρίου, 2016 by msofcrete in Uncategorized

Tagged with ,

“Ένα βέτο και μία επιλογή”.   Leave a comment

Aναδημοσίευση από το: http://factnews.gr/items/20161001/edito-ena-veto-ke-mia-epilogi/

Γράφει η Μαρία Δαμανάκη*

Τα καυτά θέματα της επικαιρότητας συχνά δεν είναι τίποτα παραπάνω από χρόνια, πάγια αιτήματα που είτε ζητούν σοβαρή ένταξη στην πολιτική ατζέντα του τόπου, είτε αναμένουν την πολιτική βούληση για τη διευθέτηση τους. Η συζήτηση προ ημερησίας διάταξης για την Παιδεία στη Βουλή την περασμένη Τετάρτη, επανέφερε στο προσκήνιο το ζήτημα της ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων που τα τελευταία χρόνια έχει εγκλωβιστεί στην εγχώρια ημέρα της μαρμότας. Η αλήθεια είναι πως, όταν κάπου το 2008, ο καθηγητής του Κοινοβουλευτικού Δικαίου μας ζητούσε τη σύνταξη ενός υποθετικού νομοσχεδίου από κοινού με αιτιολογική έκθεση για την υποστήριξη του θέματος, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι οκτώ χρόνια μετά η πολιτική σκηνή θα συζητούσε με τους ίδιους όρους και τις ίδιες επιφυλάξεις. Φυσικά στο μεσοδιάστημα δεν μας περίμενε ούτε το brain drain, ούτε το χρήμα. Και οι δύο ροές λαμβάνουν χώρα σταθερά και ακατάπαυστα από την Ελλάδα προς το εξωτερικό, όσο επιτρέπει ή επιβάλλει η κρίση. Αυτό που μας περιμένει ακόμη -γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς- είναι η απαρεμπόδιστη άσκηση των δικαιωμάτων μας.

Το οξύμωρο ξεκινά ήδη από την πολιτική επιλογή της πρόβλεψης δύο συστημάτων παιδείας στο άρθρο 16 του Συντάγματος. Για την υποχρεωτική εννεαετή εκπαίδευση θεσμοθετείται -και καλώς- το σύστημα συνύπαρξης κρατικής και ιδιωτικής παιδείας (το αυτό για το λύκειο ως τμήμα της δευτεροβάθμιας αλλά και για την επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση). Στην τριτοβάθμια όμως – δηλαδή στην εκπαίδευση από την οποία,σε αντίθεση με την υποχρεωτική, υπάρχει ελευθερία αποχής ως ερμηνευτική διάσταση της γενικής ελευθερίας της παιδείας- καθιερώνεται σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 5 και 8 σύστημα κρατικού μονοπωλίου. Ενώ δηλαδή το μείζον, η επιλογή φοίτησης ή μη, είναι στο χέρι ενός εκάστου, άπαξ αυτός επιδιώξει την εισαγωγή του στην τριτοβάθμια, δεν έχει δικαίωμα να το πράξει βάσει του παρόχου και της μεθόδου – αλλά είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει τον συνταγματικό μονόδρομο της δημόσιας ανώτατης παιδείας. Πέραν δε του ζητήματος της κατίσχυσης των ελευθεριών εγκαταστάσεως και παροχής υπηρεσιών στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τίθεται εγγενώς το ερώτημα κατά πόσον οι δημοκρατίες μπορούν ακόμη να λειτουργούν με benevolent πατερούληδες που καθορίζουν ποιο είναι το κατά μορφή και περιεχόμενο καλό των ενηλίκων τέκνων τους.

Ερχόμενοι, λοιπόν, στο πεδίο των δικαιωμάτων και των ελευθεριών, κατά τον ίδιο τρόπο που σε μία δημοκρατία πρέπει να διασφαλίζονται τα συμφέροντα της μειοψηφίας, η εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία οφείλει να νομοθετεί ακόμη και δυνατότητες που τα υποκείμενα ή το κοινό της δεν συμμερίζονται ή δεν προτίθενται απαραιτήτως να αξιοποιήσουν στον ιδιωτικό τους βίο. Πολλώ δε μάλλον -και παρόλο που δεν συμπαθώ τα ad hominem επιχειρήματα, εν προκειμένω αναδεικνύουν την ανακολουθία- όταν η πλειοψηφία αποκλείει σε συλλογικό επίπεδο,αυτό που προνομιακά επιλέγει (ας μην ξεχνάμε τη σύνδεση του Πρωθυπουργού με το ιδιωτικό σκέλος της εκπαίδευσης ως γονέα και διδάκτορα).

Ανεξαρτήτως του αν είστε υπέρ ή κατά της ιδιωτικής ανώτατης εκπαίδευσης, σκεφτείτε αυτό: μεθοδολογικά, η ελεύθερη άσκηση των δικαιωμάτων αφορά όλους μας. Γιατί λοιπόν να επιτρέπουμε να εμποδίζονται οι επιμέρους εκφάνσεις της;

*Η κυρία Μαρία Δαμανάκη είναι δικηγόρος και Πρόεδρος της Επιτροπής Νέων του Ποταμιού.

Posted 4 Οκτωβρίου, 2016 by msofcrete in Άρθρα, Uncategorized

Tagged with

Γιατι ο Νίκος Φίλης επιμένει να προβοκάρει   Leave a comment

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2016, 11:55πμ

Αναδημοσίευση από το: http://www.eleftherostypos.gr/apopseis/37391-giati-o-nikos-filis-epimenei-na-provokarei/

Irrelevant. Η αγγλική γλώσσα διαθέτει αυτή την ωραιότατη λέξη όταν θέλει να αποδώσει κάτι που δεν είναι απλά άσχετο με το θέμα, αλλά και ασύνδετο, που δεν φαίνεται να έχει καμία σχέση με το περιβάλλον του. Μια τέτοια λέξη θα μπορούσε να περιγράψει αριστοτεχνικά την περίπτωση του Νίκου Φίλη, ο οποίος με αφορμή την αναδιάρθρωση του μαθήματος των Θρησκευτικών διερωτήθηκε πού ήταν η Εκκλησία στις δύσκολες στιγμές της πρόσφατης ιστορίας μας.

kokkolis-arthrografos-teliko-1000Γράφει ο Γιώργος Κοκκόλης*

Αλλά αφού έχει απορία που ήταν η Εκκλησία στις δύσκολες στιγμές του Έθνους ας ρωτήσει ο κ. Υπουργός ενδεικτικά που ήταν ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης τον Αύγουστο του 1922 όταν οι ομοϊδεάτες του καλούσαν να λήξει η «ιμπεριαλιστική» μικρασιατική εκστρατεία – μαρτύρησε με τον φρικτότερο τρόπο από τον τουρκικό όχλο αφού τον ξύρισαν, του έβγαλαν τα μάτια και τον έκοψαν σε κομμάτια. Ας ρωτήσει ποιο όνομα έβαλε πρώτο ο Ζακύνθου Χρυσόστομος οταν οι δυνάμεις κατοχής ζήτησαν τον κατάλογο με τους Εβραίους του νησιού. Ας ρωτήσει πόσοι ιερείς ήταν στις τάξεις του ΕΑΜ και του ΕΔΕΣ πάνω στα βουνά την ώρα που κάποιοι άλλοι καλούσαν για ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη και τι απάντησε ο από Τραπεζούντας Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος όταν του ζήτησαν να ορκίσει δωσιλογικές κυβερνήσεις. Ή για πιο πρόσφατα να ρωτήσει πως και από ποιους προέκυψε η Ιεραρχία της Εκκλησίας στα χρόνια της δικτατορίας και που βρέθηκε ο απλός κλήρος. Ας δει και σήμερα πόσες χιλιάδες συμπολίτες μας στηρίχθηκαν στα χρόνια της κρίσης και πόσοι προστέθηκαν στα ενοριακά συσσίτια από την αρχή της «περήφανης» διαπραγμάτευσης της κυβέρνησής του και μετά.

Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πολλά παραδείγματα και περιπτώσεις δράσης ανθρώπων τόσο στο χθες όσο και στο σήμερα, ανάλογα βέβαια τι θέλει να αποδείξει κανείς. Το πρόβλημα βέβαια δεν είναι η υποτιθέμενη άγνοια του κ. Φίλη για όλα τα παραπάνω, η οποία προκάλεσε ήδη βαθιά ρήγματα στο κυβερνητικό στρατόπεδο, ξεσηκώνοντας ακόμη και τον Μανώλη Γλέζο. Το ζήτημα είναι η συνειδητή – καθώς φαίνεται- επιλογή του να χρησιμοποιεί μια γλώσσα διχαστική, που δεν αναζητά συνθέσεις αλλά διαιρέσεις και πως παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις, τελικός στόχος του Υπουργού Παιδείας είναι η εφαρμογή μιας σκληρής αριστερής ιδεολογικής ατζέντας. Αντί να δει συνεργατικά το θέμα των Θρησκευτικών μαζί με την Εκκλησία χωρίς νικητές και ηττημένους, στοχοποιεί τους συνομιλητές του.

Φυσικά η πρακτική αυτή του υπουργού Παιδείας δεν είναι μεμονωμένη ούτε τυχαία. Πολλές φορές ο κ. Φίλης βγαίνει μπροστά για να πετάξει τη μπάλα στην εξέδρα προκειμένου να τραβήξει την προσοχή μακριά από τα σκληρά μέτρα λιτότητας ή τα εκάστοτε… βοσκοτόπια. Το ζήτημα είναι αν το κάνει γιατί αισθάνεται την ανάγκη να δείξει στον Αλέξη Τσίπρα πόσο πρόθυμος είναι να υπερασπισθεί μέχρι ρανίδος την πολιτική που τον έκανε υπουργό ή γιατί ψάχνει αφορμές για ηρωική έξοδο σε περίπτωση ανασχηματισμού.

Ωστόσο, όσο και αν παριστάνουν τις στρουθοκαμήλους, το ζήτημα είναι ότι άξονας αναφοράς αυτής της κυβέρνησης ήταν και είναι το παρελθόν – πολιτεύονται στο τώρα αλλά ζουν στο χθές. Μιλούν διχαστικά, ονειρεύονται λαϊκά δικαστήρια για τους πολιτικούς τους αντιπάλους, παριστάνουν τους επαναστάτες, αρέσκονται στα ευχολόγια. Ακόμα και όταν βρίσκουν θέματα γνήσιας ιδεολογικής αντιπαράθεσης, αυτή γίνεται «μαδημένη», με όρους προπολεμικούς ή ψυχροπολεμικούς, σαν να μην εμπλουτίστηκε ή επικαιροποιήθηκε η αριστερή σκέψη, σαν να μη κατέρρευσε το πολιτικό της πείραμα.

Επί της ουσίας δεν έχουν καμία πειστική απάντηση για το πώς θα δημιουργήσουμε δουλειές, πώς θα γίνουμε καινοτόμοι, πώς θα συνομιλήσουμε με τον κόσμο και την Ευρώπη με σύγχρονους όρους. Δεν κατανοούν το σύστημα που τους περιβάλλει και καμώνονται πως θα το μεταρρυθμίσουν. Ζουν στο 1916 και ζούμε έναν αιώνα παρακάτω. Αυτό είναι και το δράμα τους – είναι πλέον άσχετοι και ασύνδετοι με μια κοινωνία που τους γύρισε την πλάτη και φεύγει μπροστά. Είναι irrelevant.

*Ο Γιώργος Κοκκόλης είναι αντιδήμαρχος Ραφήνας-Πικερμίου και μέλος της ΠΕ της ΝΔ

Posted 4 Οκτωβρίου, 2016 by msofcrete in Άρθρα, Ιστορικά, Uncategorized

Tagged with

Επιστολή του Τόμας Τζέφερσον στον Αδαμάντιο Κοραή   Leave a comment

Μοντιτσέλο, 31 Οκτωβρίου 1823
Αγαπητέ κύριε,
Προσφάτως έλαβα την επιστολή Σας της 10ης Ιουλίου. Ενθυμούμαι με ευχαρίστηση την ευκαιρία που μου δόθηκε στο Παρίσι, χάρη στην καλοσύνη του κ. Παραντάις, να κάνω τη σύντομη γνωριμία Σας. Και οι ωραίες εκδόσεις των κλασικών συγγραφέων της Ελλάδος, που κατά διάφορα διαστήματα έχουν αναγγελθεί από Εσάς, ουδέποτε με άφησαν να ξεχάσω την ανάμνηση της γνωριμίας αυτής. Μέχρι τη στιγμή που έλαβα τα «Ηθικά» του Αριστοτέλους και τον «Στρατηγικό» του Ονησάνδρου, που είχατε την ευγένεια να μου αποστείλετε και για τα οποία Σας παρακαλώ να δεχθείτε τις ευχαριστίες μου, είχα δει μόνον την έκδοσή Σας των «Βίων» τουΠλουτάρχου. Τους ανέγνωσα και ωφελήθηκα πολύ από τα αξιόλογα «Σχόλιά» Σας, πιστεύω δε ότι με τη βοήθεια μερικών λέξεων από ένα λεξικό της Νεοελληνικής θα μπορούσα να διαβάσω και τούς πατριωτικούς Σας λόγους προς τους συμπατριώτες Σας.
Ασφαλώς έχετε αρχίσει από την ορθή πλευρά την προσπάθειά Σας να τους προετοιμάσετε για τον μεγάλο σκοπό για τον οποίο αγωνίζονται τώρα, εξυψώνοντας δηλαδή το μορφωτικό τους επίπεδο και καθιστώντας τους ικανούς για να αυτοδιοικηθούν. Γι’ αυτή Σας την προσπάθεια θα Σας οφείλουν αιώνιες τιμές. Τίποτε δεν παρέχει περισσότερες πιθανότητες για την προαγωγή του αντικειμενικού αυτού σκοπού από μία μελέτη των λαμπρών προτύπων της επιστήμης που άφησαν ως κληρονομιά οι πρόγονοί Σας. Σε αυτούς όλοι εμείς οφείλουμε τα φώτα που αρχικώς μας οδήγησαν για να βγούμε από το γοτθικό σκοτάδι.
Κανένας λαός δεν αισθάνεται ζωηρότερη συμπάθεια από Εμάς για τα δεινά από τα οποία υποφέρουν οι συμπατριώτες Σας. Κανένας δεν απευθύνει στον Θεό πιο θερμές και πιο ειλικρινείς παρακλήσεις για την επιτυχία των σκοπών τους. Και πραγματικά, τίποτε δεν θα μπορούσε να σταματήσει τη φιλελεύθερη νεολαία μας από το να συμμετάσχει με κάποιον τρόπο στον ιερό αυτόν αγώνα, εκτός από την κεφαλαιώδη αρχή της κυβερνήσεώς μας περί αποχής από τις έριδες της Ευρώπης.
Εμείς, που κατέχουμε τα συνδυασμένα αγαθά της ελευθερίας και της τάξεως, επιθυμούμε το ίδιο και για τις άλλες χώρες και ιδιαιτέρως για τη δική Σας, η οποία πρώτη από τα πολιτισμένα έθνη του κόσμου παρουσίασε παραδείγματα του πώς πρέπει να είναι ο άνθρωπος.
Βεβαίως δεν θέλω να ισχυριστώ με αυτό ότι οι μορφές του πολιτεύματος που ήταν κατάλληλες για την εποχή και τον τόπο των προγόνων Σας θα μπορούσαν να εφαρμοστούν ή έστω να αντιγραφούν σήμερα, αν και θα ήταν αρκετά φυσικό να είναι οι συμπατριώτες Σας ευμενώς διακείμενοι προς αυτές. Σήμερα το παγκόσμιο γίγνεσθαι έχει αλλάξει σε τέτοιον βαθμό ώστε να είναι πρακτικώς ανεφάρμοστα τα συστήματα των προγόνων Σας. Το πολίτευμα των Αθηνών, παραδείγματος χάριν, ήταν μία μορφή διακυβερνήσεως του λαού μίας πόλεως, που νομοθετούσε για όλη την επικράτεια που είχε υπό τον έλεγχό της. Το πολίτευμα της Λακεδαίμονος ήταν ένα πολίτευμα στρατοκρατών καλογήρων, που εξουσίαζαν τη χαμηλή τάξη η οποία ήταν το αντικείμενο της πιο ακατονόμαστης δουλείας.
Στη σημερινή εποχή επικρατούν άλλες αρχές. Η ισότητα μεταξύ των ανθρώπων και η ατομική ευδαιμονία αναγνωρίζονται τώρα ως οι μόνοι νόμιμοι αντικειμενικοί σκοποί μίας κυβερνήσεως. Επιπλέον, οι σύγχρονοι καιροί παρέχουν το αξιόλογο πλεονέκτημα ότι έχουν ανακαλύψει τη μόνημέθοδο χάρη στην οποία τα δικαιώματα αυτά μπορούν να διασφαλισθούν, με άλλα λόγια την κυβέρνηση από τον λαό, που ενεργεί όχι αυτοπροσώπως αλλά μέσω εκλεγμένων (από τον ίδιο) αντιπροσώπων, δηλαδή από κάθε άνδρα ενήλικο και διανοητικώς υγιή που συμβάλλει είτε με το πορτοφόλι του, είτε αυτοπροσώπως στην αντιμετώπιση των αναγκών της χώρας του. Το μικρό και ατελές μείγμα της αντιπροσωπευτικής διακυβερνήσεως στην Αγγλία, μολονότι παρεμποδίζεται στη λειτουργία του από άλλους τομείς της διοικήσεως, αριστοκρατικούς και κληρονομικούς, δείχνει εντούτοις τη δύναμη που έχει το αντιπροσωπευτικό σύστημα για τη βελτίωση της θέσεως του ανθρώπου.
Στη δική μας χώρα ο λαός είναι εκείνος που εκλέγει τους λειτουργούς για όλους τους κλάδους της διοικήσεως, εκτός από το δικαστικό Σώμα για του οποίου τον επιστημονικό καταρτισμό και τα προσόντα ο λαός δεν είναι ο κατάλληλος κριτής. Εν τούτοις, ακόμη και σε αυτόν τον τομέα, ζητούμε από ένα ορκωτό δικαστήριο αποτελούμενο από αντιπροσώπους του λαού να αποφασίσει σχετικώς με αμφισβητούμενα γεγονότα, γιατί οι ένορκοι που προέρχονται από τον λαό είναι αρμόδιοι για την εξακρίβωση των γεγονότων αφήνοντας έτσι όσο το δυνατόν λιγότερα σημεία, δηλαδή μονάχα τις τεχνικές λεπτομέρειες του νόμου, στην κρίση των δικαστών.
Και είναι αλήθεια ότι ο λαός, ιδίως όταν τυγχάνει κάποιας μορφώσεως, αποτελεί τον μόνον ασφαλή και τίμιο θεματοφύλακα των δικαιωμάτων του συνόλου και γι’ αυτό πρέπει να αντιπροσωπεύεται στη διοίκηση των κοινών και σε κάθε λειτουργία για την οποία έχει τα απαιτούμενα προσόντα. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο λαός τυχαίως θα σφάλλει, ουδέποτε όμως θα διαπράξει ένα λάθος εκ προθέσεως και με τον συστηματικό και επίμονο σκοπό να ανατρέψει τους ελεύθερους θεσμούς της κυβερνήσεως. Αντιθέτως, τα κληρονομικά σώματα που είναι μόνιμα, καθώς η σύνθεσή τους δεν μεταβάλλεται, πάντα φροντίζουν για τα δικά τους ιδιαίτερα συμφέροντα και επωφελούνται κάθε ευκαιρίας να προάγουν τα προνόμια της τάξεώς τους και να καταπατήσουν τα ατομικά δικαιώματα.
Μαθαίνουμε από τις εφημερίδες ότι κάποια μορφή διακυβερνήσεως έχει εγκαθιδρυθεί στη χώρα Σας, δίχως όμως να πληροφορηθούμε ποίας ακριβώς φύσεως είναι. Αυτό ασφαλώς είναι αναγκαίο για τον χειρισμό των πολιτικών υποθέσεων. Φαντάζομαι όμως ότι η κυβέρνηση αυτή θα έχει προσωρινό χαρακτήρα, γιατί ένα μόνιμο Σύνταγμα πρέπει να είναι αποτέλεσμα ωρίμου και κατασταλαγμένης σκέψεως, διαρκούς ερεύνης και μακρών συζητήσεων.
Η έκταση της δικής μας χώρας είναι τόσο μεγάλη και η προηγουμένη διαίρεσή της σε ξεχωριστές πολιτείες είχε γίνει κατά τέτοιον τρόπο, ώστε σκεφθήκαμε ότι θα ήταν καλύτερο να γίνουμε συνομοσπονδία μόνον εις ό,τι αφορά τις εξωτερικές υποθέσεις. Κάθε πολιτεία διατήρησε την αυτονομία της στα εσωτερικά ζητήματα, γιατί εκρίθη ότι είναι πιο κατάλληλη να τα διαχειρισθεί προς το συμφέρον των πολιτών της, από μία κεντρική κυβέρνηση της οποίας η έδρα θα ήταν σε μεγάλη απόσταση από ορισμένους πολίτες της και η οποία ελάχιστα θα μπορούσε να γνωρίζει τα ιδιαίτερα τοπικά ζητήματα των διαφόρων τμημάτων της χώρας.
Φρονώ όμως ότι η έκταση της δικής Σας χώρας που ενδέχεται να ελευθερωθεί από τους Τούρκους, δεν θα είναι τόσο μεγάλη ώστε να μην μπορεί να υπαχθεί υπό μία και μόνη κυβέρνηση και ότι συνεπώς μάλλον τα Συντάγματα των διαφόρων πολιτειών, παρά το Σύνταγμα της ομοσπονδιακής μας κυβερνήσεως θα έπρεπε να αποτελέσουν τη βάση που θα ταίριαζε καλύτερα στην περίπτωσή Σας.
Σήμερα υπάρχουν στη χώρα μας συνολικά είκοσι τέσσερεις ξεχωριστές πολιτείες, εκ των οποίων ουδεμία καταλαμβάνει έκταση μικρότερη από τον δικό Σας Μωρηά και που πολλές τους είναι μεγαλύτερες από ολόκληρη την Ελλάδα. Κάθε μία από τις πολιτείες αυτές έχει Σύνταγμα που το συνέταξαν οι κάτοικοί της αποκλειστικώς δι’ αυτήν, χωρίς όμως, σε κανένα σημείο του, το Σύνταγμα αυτό να αντιστρατεύεται την αρμοδιότητα της κεντρικής ομοσπονδιακής κυβερνήσεως εις ό,τι αφορά τους τομείς Στρατιωτικών και Εξωτερικών.
Τα συνταγματικά αυτά κείμενα είναι τυπωμένα και κυκλοφορούν ελεύθερα. Γι’ αυτό θα προβώ σε μερικές σύντομες παρατηρήσεις, κυρίως σε σχέση με όσες από τις διατάξεις δεν έχουν ανταποκριθεί στις προσδοκίες μας ή με όσες διαφέρουν από πολιτεία σε πολιτεία, με αποτέλεσμα να εναπόκειται στην κρίση του καθενός να εκτιμήσει ποιες είναι οι καλύτερες. Θα βρείτε πολλά θετικά στοιχεία σε όλα τα Συντάγματα, κανένα τούς όμως δεν θα Σας ικανοποιήσει απόλυτα.Πράγματι, είναι τόσο διαφορετικές οι συνθήκες, οι προκαταλήψεις οι προτιμήσεις και οι συνήθειες των διαφόρων εθνών του κόσμου, ώστε κανενός το Σύνταγμα να μην μπορεί να εφαρμοσθεί σε όλα του τα σημεία σε οποιαδήποτε άλλη χώρα. Μία σώφρων επιλογή των άρθρων εκείνων κάθε Συντάγματος που είναι κατάλληλα για να εφαρμοστούν σε άλλη χώρα είναι το μόνο που θαέπρεπε να αποπειραθεί ό ποιος σκέπτεται με σύνεση. Αυτό θα καταδειχθεί από μία εξέταση μερικών μερών των διαφόρων μας Συνταγμάτων.
Εκτελεστική εξουσία
Οι εκτελεστικοί μας άρχοντες εκλέγονται από τον λαό για περίοδο ενός, δύο, τριών ή τεσσάρων ετών και καλούνται «Κυβερνήτες» ή «Πρόεδροι». Έχουν δε το δικαίωμα επανεκλογής για δεύτερη φορά ή ύστερα από ορισμένη περίοδο υπηρεσίας, εάν τύχουν της λαϊκής επιδοκιμασίας. Θα μπορούσε και ο δικός σας ηγέτης να είναι αιρετός; Ή μήπως η θέση σας μεταξύ των εμπολέμων κρατών της Ευρώπης απαιτεί έναν μόνιμο αρχηγό; Ασφαλώς θα έχετε έναν μόνον Ανώτατο ‘Αρχοντα. Γιατί αν η πείρα έχει διδάξει ποτέ μία αλήθεια, αυτή είναι ότι εκεί όπου η ανώτατη εξουσία ασκείται από περισσότερα του ενός άτομα δημιουργούνται αντιμαχόμενες φατρίες, που διασπούν το έθνος, μειώνουν την ενεργητικότητα του και το υποχρεώνουν να συσπειρωθεί υπό μία ηγεσία, που συνήθως εκμεταλλεύεται την εξουσία.
Νομίζω ότι εμείς στην Αμερική έχουμε βρει τον ευτυχέστερο από κάθε άλλον τρόπο για την ανάδειξη της εκτελεστικής μάς εξουσίας. Ο τρόπος αυτός διευκολύνει και βοηθάει τον Πρόεδρό μας, επιτρέποντάς του να επιλέγει ο ίδιος τους υπουργούς των Εξωτερικών, των Οικονομικών, των Στρατιωτικών και των Ναυτικών, με τους οποίους μπορεί να συσκέπτεται, είτε ξεχωριστά είτε με όλους ταυτοχρόνως, να θεραπεύει και να εξομαλύνει τις διαφορές που ενδέχεται να έχουν, υιοθετώντας ή ελέγχοντας τις γνώμες τους κατά τη βούλησή του.
Έτσι το έθνος απαλλάσσεται από τα δεινά μίας διχασμένης βουλήσεως και εξασφαλίζεται μία σταθερή πρόοδος στη συστηματική πορεία που ο Πρόεδρος μπορεί να έχει χαράξει για τη διοίκηση της χώρας.
Νομοθετική εξουσία
Τα νομοθετικά μας σώματα αποτελούνται από τη Γερουσία και τη Βουλή των Αντιπροσώπων, τα μέλη των οποίων εκλέγονται κατά διαφορετικούς τρόπους και για διαφορετικές χρονικές περιόδους. Σε ορισμένες δε πολιτείες υπάγονται στην αρνησικυρία του ανώτατου εκτελεστικού άρχοντος. Μολαταύτα, προς αποφυγή κάθε περισπασμού για την προβολή αξιώσεων υπεροχής του ενός νομοθετικού σώματος έναντι του άλλου, καθώς και προς αποτροπή της πιθανότητας εξελίξεως οιουδήποτε εκ των δύο σωμάτων σε μία προνομιούχο τάξη, θα ήταν ίσως καλύτερο να εκλέγετο ταυτοχρόνως και με τον ίδιο τρόπο ένα σώμα με επαρκή αριθμό μελών, που να διαιρείται με κλήρο σε δύο ξεχωριστά κοινοβούλια. Τα τελευταία θα λειτουργούν τόσο ανεξάρτητα όσο λειτουργούν τα δύο νομοθετικά σώματα στην Αγγλία ή όπως στις δικές μας (πολιτειακές) κυβερνήσεις. Τα μέλη τους θα εναλλάσσονται και (οι θέσεις) θα ανακατανέμονται με κλήρο, μία φορά την εβδομάδα ή το δεκαπενθήμερο. Αυτή η μέθοδος:
  • θα παρείχε το πλεονέκτημα του χρόνου και της ξεχωριστής συζητήσεως των διαφόρων ζητημάτων,
  • θα αποσοβούσε την ψήφιση νόμων δια βοής,
  • θα κατέρριπτε τις σκευωρίες και τις μηχανορραφίες,
  • θα περιόριζε την επιρροή που ένας λαοφιλής δημαγωγός θα μπορούσε να εξασκήσει ανά πάσα στιγμή σε ένα από τα δύο νομοθετικά σώματα και
  • θα καθιστούσε αδύνατες τις διαμάχες μεταξύ των δύο νομοθετικών σωμάτων, οι οποίες συχνά παρεμποδίζουν σε μεγάλο βαθμό την ομαλή τους λειτουργία.
Δικαστική εξουσία
Οι διάφορες πολιτείες έχουν καθορίσει με δικό τους τρόπο η καθεμιά τα ζητήματα της θητείας των δικαστικών λειτουργών. Μερικές διορίζουν τους δικαστές για ορισμένη χρονική περίοδο. ‘Αλλες τους διατηρούν στις θέσεις τους για όσο διάστημα αυτοί ασκούν με ικανοποιητικό τρόπο τα καθήκοντά τους. Αυτό καθορίζεται από την καταφατική ψήφο των δύο τρίτων των μελών των δύο νομοθετικών σωμάτων. Στην Αγγλία αρκεί η πλειοψηφία σε ένα μόνον νομοθετικό σώμα για να απαλλαγεί των καθηκόντων του ένας δικαστικός λειτουργός. Η πρώτη μέθοδος αποτελεί πρακτική και εφαρμόσιμη θεραπεία. Η δεύτερη όχι. Με τη συνδρομή των φίλων και όσων συνδέονται με τον υπό κατηγορία λειτουργό, με την επίδραση προσωπικών και κομματικών παθών και με τις ανθρώπινες συμπάθειες, είναι πάντοτε δυνατόν να βρεθούν τα μέσα εκείνα χάρις στα οποία θα επηρεασθεί το ένα τρίτο των μελών του ενός ή του άλλου νομοθετικού σώματος, προκειμένου να εξασφαλισθεί η ατιμωρησία των υπό κατηγορία λειτουργών. Ως εκ τούτου αυτοί θα παραμείνουν στη θέση τους εφ’ όρου ζωής.
Ο πρώτος τρόπος είναι ο καλύτερος, δηλαδή ο διορισμός των δικαστών για συγκεκριμένη θητεία, με τη δυνατότητα επαναδιορισμού εάν η διαγωγή τους τύχει της εγκρίσεως των νομοθετικών σωμάτων. Όταν τέθηκαν σε ισχύ τα Συντάγματά μας, τα δικαστικά μας σώματα υποτίθεται ότι ήταν οι πιο αδύνατες και οι πιο ακίνδυνες υπηρεσίες της διοικήσεως της χώρας μας. Σύντομα όμως η πείρα απέδειξε πως τα σώματα αυτά επρόκειτο να καταστούν τα πλέον επικίνδυνα, επειδή η ανεπάρκεια των προβλεπόμενων μέσων για την απομάκρυνση των δικαστικών λειτουργών τους καθιστούσε ανεύθυνους στην άσκηση των καθηκόντων τους. Επιπλέον οι αποφάσεις τους, που φαινομενικώς αφορούν μόνο μεμονωμένους διαδίκους, ισχύουν σιωπηρώς και χωρίς να τις αντιληφθεί μάλλον η κοινή γνώμη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργείται δεδικασμένο και κωδικοποιούνται σε μόνιμους νόμους, που υπονομεύουν σιγά-σιγά τα θεμέλια του Συντάγματος και επιφέρουν εμπράκτως αλλαγές χωρίς να έχει γίνει αντιληπτό ότι το αόρατο αυτό σκουλήκι έχει εργαστεί τόσο δραστήρια για να καταφάγει την ουσία.
Η αλήθεια είναι ότι από τη φύση του ο άνθρωπος δεν είναι φτιαγμένος ούτως ώστε να μπορεί κανείς να τον εμπιστευθεί εσαεί, πολλώ δε μάλλον όταν είναι βέβαιος ότι δεν θα λογοδοτήσει για τις πράξεις του.
Τα Συντάγματα μερικών πολιτειών επιβάλλουν στις τοπικές κυβερνήσεις να λαμβάνουν την κατάλληλη πρόνοια για τη δημόσια εκπαίδευση, η οποία διαιρείται σε τρεις βαθμίδες:
  1. την πρωτοβάθμια, στην οποία κάθε παιδί (αγόρι και κορίτσι) διδάσκεται ανάγνωση, γραφή και στοιχειώδη αριθμητική.
  2. τη δευτεροβάθμια (σχολαρχεία), στην οποία παρέχεται τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση για τα παιδιά των μελών της μεσαίας τάξεως. Αυτά διδάσκονται, παραδείγματος χάριν, γραμματική, γενική ιστορία, λογάριθμους επίπεδη τριγωνομετρία, καταμέτρηση, χειρισμό της υδρογείου σφαίρας, στοιχεία ναυσιπλοΐας, αρχές των μηχανικών επιστημών, στοιχεία φυσικής, φιλοσοφίας και, ως προετοιμασία για το πανεπιστήμιο, (αρχαία) ελληνικά και λατινικά.
  3. την πανεπιστημιακή, όπου οι προαναφερθείσες και όλες οι άλλες χρήσιμες επιστήμες διδάσκονται στον ανώτατο βαθμό. Οι δαπάνες των ιδρυμάτων αυτών καταβάλλονται εν μέρει από το Δημόσιο και εν μέρει από τα άτομα που ωφελούνται από αυτά.
Αλλά οποιοδήποτε και αν είναι το Σύνταγμα, πρέπει να λαμβάνεται μεγάλη φροντίδα ώστε να προβλέπεται η τροποποίηση ή η αναθεώρησή του όταν η πείρα ή η αλλαγή των συνθηκών θα έχουν αποδείξει ότι οποιοδήποτε τμήμα του δεν αποβλέπει στο καλό του έθνους. Σε μερικές από τις πολιτείες μας απαιτείται μία νέα εξουσιοδότηση από ολόκληρο τον λαό, που θα πρέπει να εκφρασθεί μέσω αντιπροσώπων του, εκλεγμένων αποκλειστικά για τον σκοπό αυτόν και συνερχομένων σε ειδική συνέλευση. Αυτός ο τρόπος θεωρείται πολύ δύσκολος για τη θεραπεία των ατελειών που η πείρα αποδεικνύει ότι αναπτύσσονται με τον καιρό σε έναν οργανισμό τέτοιας σπουδαιότητας. Ασφαλώς απαιτείται μεγαλύτερη ευχέρεια για την τροποποίηση των διατάξεων του Συντάγματος, ώστε να είναι δυνατή η εφαρμογή του σύμφωνα με τις εκάστοτε υφιστάμενες συνθήκες και αναλόγως των αλλαγών οι οποίες συνεχώς εισάγονται.
Στην Αγγλία το Σύνταγμα μπορεί να τροποποιηθεί με μία απλή πράξη του νομοθετικού σώματος -και αυτό επιφέρει την ουσιαστική ανυπαρξία του Συντάγματος. Σε μερικές από τις δικές μας πολιτείες μία πράξη που έχει ψηφισθεί από δύο νομοθετικά σώματα, εκλεγμένα από τον λαό σε διαφορετικές και αλληλοδιάδοχες εκλογές, είναι αρκετή για να μεταβάλει μία διάταξη του Συντάγματος. Εφ’ όσον ο τρόπος αυτός μπορεί να γίνει περισσότερο ή λιγότερο εύκολος με τη διάταξη η οποία προβλέπει ότι η έγκριση της τροποποιήσεως θα προέρχεται από περισσότερα νομοθετικά σώματα (με την πρόβλεψη της ύπαρξης επαρκούς και ασφαλούς βαθμού δυσκολίας), είναι φανερό ότι αποτελεί την καλύτερη αρχή για την εφαρμογή των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων.
Όπως προανέφερα, τα Συντάγματα των διαφόρων πολιτειών μας έχουν μεγαλύτερες ή μικρότερες διαφορές σε ορισμένα σημεία τους. Εντούτοις όλα διέπονται από κάποιες γενικές αρχές οι οποίες θεωρούνται απαραίτητες για την προστασία της ζωής, της ελευθερίας, της ιδιοκτησίας και της ασφάλειας του πολίτη, δηλαδή:
  1. Ανεξιθρησκία, περιοριζόμενη μόνον εις ό,τι αφορά πράξεις που καταπατούν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των άλλων.
  2. Προσωπική ελευθερία, που εξασφαλίζει κάθε πρόσωπο από φυλάκιση ή άλλο σωματικό περιορισμό, πέραν των προβλεπομένων από τους νόμους του κράτους. Αυτό πραγματοποιείται με τον γνωστό νόμο του Habeas Corpus.
  3. Εκδίκαση των υποθέσεων από μεικτά ορκωτά δικαστήρια για την καλύτερη δυνατή εξασφάλιση της προσωπικότητος, της ιδιοκτησίας και της φήμης κάθε ατόμου.
  4. Διασφάλιση του αποκλειστικού δικαιώματος των αντιπροσώπων του λαού να νομοθετούν και να ρυθμίζουν τα ζητήματα φορολογίας.
  5. Ελευθερία του Τύπου, που υπόκειται σε υποχρέωση αποζημιώσεως μόνον σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας. (Ο Τύπος) αποτελεί τον φοβερό επικριτή των δημοσίων λειτουργών τους οποίους εγκαλεί ενώπιον του «δικαστηρίου» της κοινής γνώμης. Επιφέρει δε μεταρρυθμίσεις με ειρηνικά μέσα, οι οποίες σε διαφορετική περίπτωση θα μπορούσαν να συντελεστούν μόνον με επανάσταση. Επίσης, είναι το καλύτερο όργανο για την πνευματική εξύψωση του ατόμου και για την πρόοδό του ως λογικού, ηθικού και κοινωνικού όντος.
Αγαπητέ Κύριε,
Κατά τον τρόπο αυτόν (νομίζω ότι) ικανοποίησα την παράκλησή Σας και Σας κατέστησα κοινωνό ορισμένων σκέψεων μου σχετικώς με το ζήτημα της διακυβερνήσεως ενός έθνους. Οι σκέψεις αυτές είναι το απαύγασμα των παρατηρήσεων και των στοχασμών ενός ανθρώπου ογδόντα ετών, που έχει περάσει πενήντα χρόνια δοκιμασίας και δυσκολιών υπηρετώντας τη χώρα του από διάφορες θέσεις. Μολοταύτα, οι σκέψεις αυτές δεν αποτελούν παρά τα σχέδια που θα συμπληρώσετε Εσείς και που θα τα προσαρμόσετε στις συνήθειες και στις συνθήκες των συμπατριωτών Σας.
Σε περίπτωση κατά την οποία θα Σας παράσχουν έστω και μία μόνον ιδέα που θα μπορεί να τους χρησιμεύσει, θα το θεωρήσω απότιση φόρου τιμής στα πνεύματα του Ομήρου, τουΔημοσθένους και του λαμπρού αστερισμού των σοφών και ηρώων, που το αίμα τους ακόμη εξακολουθεί να τρέχει στις φλέβες Σας και που οι αρετές τους παραμένουν ακόμη σαν ένα βαρύ χρέος πάνω στους ώμους των σημερινών και των μελλοντικών φυλών της ανθρωπότητας.
Και ενώ απευθύνω στον ουρανό τις θερμότερες ικεσίες για να επανακτήσουν οι συμπατριώτες Σας την ελευθερία και την επιστήμη των προγόνων τους, επιτρέψτε μου να Σας προσφέρω τη διαβεβαίωση της εγκαρδίου εκτιμήσεως και του υψηλού σεβασμού που τρέφω για Εσάς προσωπικώς.
(Υπογραφή)
Ο Thomas Jefferson ήταν πρόεδρος των ΗΠΑ το διάστημα 1801-1809
Η παραπάνω αναδημοσίευση είναι από την επιστολή που απέστειλε ο τρίτος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών προς τον Αδαμάντιο Κοραή, εις απάντηση αιτήματός του να εκφράσει ο μεγάλος Αμερικανός πολιτικός τις απόψεις του για τη θεσμική συγκρότηση του μελλοντικού απελευθερωμένου ελληνικού κράτους, σε περίπτωση ευόδωσης της επανάστασης του 1821. Το σύνολο της αλληλογραφίας μεταξύ των δύο ανδρών, με σχόλια και πλούσια βιβλιογραφία, δημοσιεύεται σε κείμενο του Ιωάννη Σ. Παπαφλωράτου που δημοσιεύεται στο τεύχος Ιουνίου (2010) του καλού περιοδικού «ιστορία»

Posted 25 Μαρτίου, 2016 by msofcrete in Ιστορικά, Uncategorized

Genetically programmed to self-destruct   Leave a comment

Volume 358, Special Issue, S20, December 2001

The Lancet

 

Samantha Hillyard was diagnosed with cystic fibrosis on the day of her birth (11/08/73). She is on the executive committee for the International Association of Cystic Fibrosis Adults, and has been European editor of their newsletter for 6 years. She is also a founder member of Friends for Life. Sam lives in the countryside with her partner, Phil, where she breeds chickens and is writing a novel.

While I was growing up with cystic fibrosis I thought of the disease as something that gave me a unique identity different from my peers. I was blissfully ignorant of the pending realities ahead. Up to adolescence I had many operations to remove nasal polyps. My thoracic symptoms were few, thanks to early diagnosis, but I regularly suffered with blockages of the bowel and severe abdominal discomfort. However, I classed these symptoms as normal and as something that I had partial control over, if I ate the right things.

By my teenage years my lungs had become colonised by Pseudomonas aeruginosa, and as a result I coughed aggressively from my teens into my mid-twenties. Even in the days when I didn’t see any immediate effect—ie, sputum—I always did my chest physiotherapy. I believe that my compliance was purely down to an obsessive need for routine.

By the age of 17, I was living on my own, and had a full-time job and an active social life. I was still having daily physiotherapy and taking medication religiously, but now alongside the new, and sometimes excessive, lifestyle I was enjoying (including smoking for a year).

Over the next 5 years the pace of my life gradually slowed down. Although my lung function was still reasonable, I began coughing up blood more and more often. My concern about the frequency of these bleeds grew. Feelings of self-consciousness intensified, since I was now unable to conceal my condition from the outside world, especially at work. As a result, I became stressed, tired, and run-down.

I decided to give up work and live on disability benefits. I did, however, continue to work from home on a voluntary basis, writing articles and eventually editing magazines for people with cystic fibrosis. In the meantime, my bleeding had reached the stage where just bending over could spark off an episode. I was also experiencing strange losses of sensation to parts of my body, accompanied by confusion, visual impairment, and paralysis. Furthermore, my clinic was over an hour away and I never felt I was taken seriously when I reported my problems. Besides, none of the drugs suggested made any difference.

In the summer of 1996, I became depressed. For the first time I was not in control of my body. That autumn I had a huge bleed and, as I fell unconscious (now paralysed and unable to see), I didn’t want to be revived. That was the most frightening experience of my life, and it was also the day that I was crudely stripped of my confidence. After I awoke, I was eventually able to call for help, and was taken to hospital for an emergency blood transfusion. The next day I had a bronchoscopy, then embolisation was done (figure). After this procedure my bleeding fluctuated. I had several large bleeds, but none, thankfully, as big as the previous haemorrhage. Even now, I have traces of blood in my sputum every day.

At about this time seizure-type symptoms started to become more regular, and I had to surrender my driving licence. Eventually, I was referred to a neurologist, who diagnosed herniation of the hind-brain. My seizures were caused by this weakness, brought about by regular coughing throughout my life. Although relieved to have a diagnosis, I felt cheated; the physiotherapy I had been diligently doing to maintain my health had backfired. Yes, as a result of it my life had been extended, but its quality had been greatly reduced.

Since the bleeding that I experience often accompanies seizures, or is positional (ie, when lying down), I now need company 24 hours a day in case of a seizure. Emotionally, I have found this necessity very hard to deal with, and eventually I developed an eating disorder to regain some control over my own body.

I feel that I am learning to cope with my circumstances, with help from my partner, family, and friends. I now attend a different clinic, which is understanding of my needs, and where the staff are helping me to adjust my treatment to suit me. For instance, they are exploring different forms of physiotherapy to minimise the pressure on my herniated brain, and as a result my seizures are becoming less frequent. Being a partner in my own care has helped me to rebuild a little of the confidence I have lost.

I am thankful for medical research, because I am sure that without it I wouldn’t be here. However, as we get older, people with cystic fibrosis are encountering so many more problems, often due to ongoing medical intervention. Just a few examples of these additional difficulties include osteoporosis, diabetes, eczema, stress incontinence, vaginal and oral thrush, loss of bowel reflex, infertility, and severe pain in the lungs, abdomen, and joints.

I am genetically programmed to self-destruct, yet I must try to beat my personal genotype (Delta F508/Delta F508) with the same rebellious determination that I displayed to my parents as a teenager.

Posted 20 Μαρτίου, 2016 by msofcrete in Medicine

Tagged with

Who Exactly Are ‘the Kurds’?   Leave a comment

Are they terrorists, allies in the war against the Islamic State, or a nation in need of a state? The answer is yes to all of these.

The Turks are isolated, under pressure, the target of terrorists, on the brink of a wider conflict in Syria, and headlong into a diplomatic crisis with the United States.

The Turkish predicament is extraordinarily complex and has much to do with Ankara’s approach to Syrian President Bashar al-Assad, its willful blind eye to extremists fighting the Assad regime, and its foot-dragging when the United States asked for access to Turkish bases in 2014 to fight the self-declared Islamic State. I can hear the howling from Ankara already, but Washington has a lot to answer for as well. We’ll never know what might have happened had the United States intervened in the Syrian conflict early on when there was at least a chance of making a difference, but the series of half-measures and misbegotten ideas about a negotiated solution to the vortex of violence that has consumed Syrians at an astonishing rate is hard to get my head around.

For example, it seemed clear to me—and many others—that Moscow’s primary goal by intervening militarily was to create a situation in which the rest of the world would be forced to choose between Assad and the Islamic State. The Obama administration harbored a different view. American officials believed, rather, that Russian intervention would create an environment where all the relevant players—Assad, Iran, Saudi Arabia, Turkey, Syria’s opposition—would come off of their maximalist positions and negotiate in good faith. This did not even take into account extremists who are fighting in Syria for multiple other reasons only tangentially related to the quality of politics in Assad’s Syria. For the most part, the Obama administration has successfully kept the United States out of Syria, but it has looked weak and feckless in the process.

One of the reasons why is American reliance on “the Kurds” to fight the Islamic State in Syria, which has caught American policymakers in the confusing, contradictory, and often surreal world of Kurdish politics and the politics of Kurds in the region. Part of the problem is the way in which Washington thinks about Kurds, who they are, and what they want.

It goes without saying that when people say “the Kurds” they are simplifying to the point of meaninglessness. Besides the geographic distribution across Turkey, Syria, Iraq, and Iran, the Kurds are hardly a cohesive and consistent group in terms of worldview, political goals, and relationship to the states in which they live. Are the Kurds terrorists, allies in the war against the Islamic State, or a nation in need of a state? The answer is yes to all of these, which makes things extraordinarily difficult for American policymakers and underlines why observers cannot just invoke “the Kurds.”

Here is why: In Turkey, there are 14 million Kurds, many of whom are well-integrated into the political and economic life of the country, but many others who remain alienated. Religious Kurds have been an important and reliable constituency for the ruling Justice and Development Party (AKP). There is also the People’s Democratic Party, or HDP, whose leader Selahattin Demirtas has made a big splash among Western observers for his alleged liberalism. The AKP has sought to portray the HDP and Demirtas as no different from the Kurdistan Workers’ Party (PKK) that has been waging a war on Turkey since the mid-1980s.

Suffice it to say that HDP and Demirtas are not as guilty as the AKP suggests, but they are not as pure as their supporters and foreigner admirers believe. The bigger issue is, of course, the PKK. It is a terrorist organization. The Turkish government began a peace process with the group in 2013; those broke down during the summer of 2015 for a variety of reasons having to do with those talks, PKK stupidity, and Turkish politics. The Turks—along with the Syrian, Iraqi, and Iranian governments—have long suppressed Kurdish nationalism, fearing that it would lead to the fragmentation of Turkey.

After the American invasion of Iraq, Turkey was often invoked—okay, I often invoked it—as the most likely neighbor to invade. This was because the PKK ended a five-year unilateral ceasefire in 2004 with American forces occupying the country. This was awkward to say the least, especially since, with their hands full elsewhere, American commanders did not want to fight the PKK on behalf of the Turks.

Ankara was also worried that the destabilization of Iraq that ensued would result in the establishment of an independent Kurdish state in northern Iraq. That is likely to happen (perhaps sooner than anyone ever expected), but the Turks are no longer likely to invade, if they ever were. Rather, the AKP has very good relations with the Kurdistan Democratic Party (KDP) under the leadership of Massoud Barzani, the president of the Kurdistan Regional Government (KRG). There is a lot of Turkish investment in the KRG, and the Turkish port of Ceyhan will play a major role in Iraqi Kurdistan’s oil exports. Washington likes the KRG and Iraqi Kurds like Washington.

Relations between Turkey and the KRG soured after the Turks failed to help when the Islamic State threatened the KRG’s capital Erbil in August 2014. The KDP controls Erbil and Dohuk provinces, but not the other Kurdish province, Sulaymaniyah (often referred to as “Suli” or “Slemani”), which has been a stronghold of the Patriotic Union of Kurdistan (PUK). An offshoot of the PUK, called Gorran, has become a player in Sulaymaniyah as well. The PUK is said to be less tribal, more cosmopolitan, and more willing to deal with Baghdad than the KDP. The family of Jalal Talabani, a Kurd who served as president of Iraq following Saddam Hussein’s overthrow, is the major player in the PUK. The security forces of the two parties fought a brief civil war in the mid-1990s, during which thousands were killed. Even though the two sides have apparently let bygones be bygones, the wounds have not entirely healed. Much of this has to do with the fact that the PUK (and Gorran) do not want to allow the KDP to dominate Iraqi Kurdistan and other parts of the Kurdish world, which is where things get interesting.

The KDP’s Barzani has colluded with Turkey against the PKK and was noticeably slow to send assistance to Syria’s Kurds during the Islamic State’s siege of Kobani. This is because Barzani wants to be the king of the Kurds and does not want to upset Ankara, which is important to Kurdish independence in northern Iraq. The PUK, wary of the Turks and Barzani’s dominance, has coordinated with the PKK to balance both Ankara and Erbil. In Syria this meant that the PKK helped the Syrian Kurdish Democratic Union Party (PYD)—allied with the PUK—and set up the People’s Protection Units, or YPG, after the Syrian uprising began. The YPG has been in the news a lot lately because its fighters—men and women as the press likes to point out—have been effective against the Islamic State and have become an ally of the United States. Here is where it gets even more interesting.

As I implied just above, the ties between the YPG and the PKK are closer than the commonly used term “affiliated” would suggest. This has made life difficult for the American policymakers who correctly insist that Turkey has a right to defend itself against the PKK, while at the same time insisting on coordinating with the YPG against the Islamic State. This is an affront to the Turks who fear that the PYD, the YPG, and the PKK will carve out an independent entity in northern Syria, leaving what amounts to a terrorist state on its southern border with its eyes on southeastern Turkey.

The Obama administration has tried hard to maintain the fiction that the YPG and PKK are distinct entities, but this has convinced absolutely no one. Even as American diplomats were claiming last summer that they were making progress bringing the Turks around to the way the United States viewed the YPG, Turkish President Recep Tayyip Erdogan was declaring that Ankara would never accept what the Kurds call Rojava, meaning Western Kurdistan, which covers northern Syria. So now the Turks are shelling YPG positions in Syria while the YPG continues to coordinate with the United States as well as Russia, leading Turkish officials to conclude that both Washington and Moscow are colluding against Turkey. The Turks want the United States to choose between them or the YPG (and by extension the PKK). It is a bind for American officials. They can either sign up with the Turks, thereby undermining what they have going with the YPG against the Islamic State, or ditch Turkey altogether. Neither serves U.S. interests, so the administration has split the difference.

Presidents Barack Obama and Erdogan had a long call the other day. Thereadouts of the call that the two governments provided indicate differences between Washington and Ankara. For a long time Turks have suspected—erroneously—that the United States supports the PKK. It did not, but the emergency that the Islamic State represents has done funny things to American foreign policy. In Washington, it is time for a discussion of whether the PKK and YPG are terrorist groups or not. If they are not, policymakers should brace for a change in bilateral relations with Turkey. The Turks are not quite as indispensable an ally that they have been made out to be for a long time, so perhaps it is worth taking the hit. In the meantime, when Washington tells Turks that its stands with them, they have every right to be incredulous.


This post appears courtesy of the Council on Foreign Relations.

Posted 28 Φεβρουαρίου, 2016 by msofcrete in Uncategorized

Tagged with

2015: The Year in Breast Cancer   Leave a comment

BY GEORGE W. SLEDGE, JR., MD

 

GEORGE W. SLEDGE, JR., MD, is Professor of Medicine and Chief of the Division of Oncology at Stanford University. He also is Oncology Times’ Editorial Board Chair. His OT writing has been recognized with an APEX Award for Publication Excellence and a FOLIO: Eddie Honorable Mention award.

Breast cancer remains a fertile area of clinical research investigation, and 2015 revealed numerous surprises, involving local-regional therapy, adjuvant and neoadjuvant therapy, and metastatic disease. It is not a disease so much as it is a universe.

Screening Mammography
While there was nothing particularly new in terms of data in the screening field, screening mammography still made national headlines. The American Cancer Society presented its long-awaited updated screening recommendations, raising the age at which it recommends initiation of screening from 40 to 45. This follows the U.S. Preventive Services Task Forces recommendation to begin screening at age 50. The American College of Radiology, in turn, recommends beginning at age 40.

As all of these groups are operating off of the same data sets, it is important to realize that the differences in these recommendations largely represent differences in data interpretation, in particular the question of, «How many women does one need to screen (or how much money does one have to pay) to prevent a breast cancer death?» That ultimate guidelines committee—the United States Congress—has directed Medicare to ignore the USPSTF recommendations.

The differences between the different groups are confusing to women and physicians. My biases are these: 1) Even with the least aggressive guidelines, a significant percentage of the population does not undergo screening, so we need to improve access and education; 2) We are at the start of a process of diagnostic individualization—call it precision imaging—that will parallel the therapeutic individualization we have seen transform breast cancer. I suspect that a decade from now we will be taking a much more nuanced approach to estimating risk, and therefore a more individualized approach to screening recommendations; 3) As therapy for breast cancer improves, screening will necessarily have a lesser impact on outcome. We do not perform testis cancer screening because it would never be cost effective.

Radiation Therapy
Five years ago I thought I understood what optimal local-regional therapy was. I was wrong. We continue to alter our understanding of both surgery and radiation therapy for local disease. The role of post-mastectomy radiation therapy remains contentious. In 2014 the Early Breast Cancer Trialists’ Collaborative Group published a meta-analysis demonstrating that post-mastectomy radiation reduced disease-free and overall survival in all patients with positive lymph nodes.

This year saw two important new developments. The EORTC published the results of a large (greater than 4,000 patients) trial in women who had a centrally or medially located primary tumor, irrespective of axillary involvement, or an externally located tumor with axillary involvement (NEJM 2015;373:317-27). Patients were randomized to undergo either whole breast or thoracic-wall irradiation in addition to regional nodal irradiation (nodal-irradiation group) or whole breast or thoracic wall irradiation alone (control group). Disease-free survival was improved (for both local-regional and distant recurrence) with what the authors described as a marginal effect (a 1.9% difference) in overall survival.

The NCIC’s MA.20 trial (NEJM 2015;373:307-16), published back-to-back with the EORTC trial, examined whether the addition of regional nodal irradiation to whole breast irradiation improved outcome in node-positive and high-risk, node-negative women. While the additional therapy reduced the rate of recurrence, it had no effect on overall survival. My sense, as a non-radiation oncologist, is that radiation beyond whole breast irradiation appears to add relatively little to long-term outcome, and some real toxicity.

Guidelines committees are re-evaluating their post-mastectomy guidelines. Part of the problem faced by these committees is that systemic therapy has also changed, and reduced local-regional and distant recurrence. Numerous institutional studies, some quite large, are showing lower local-regional failure rates than reported in the Oxford meta-analysis and older randomized trials.

Dem Bones, Dem Bones
Going back now over 20 years, we have had preclinical evidence suggesting that anti-osteoporotic agents (both bisphosphonates and RANK ligand inhibitors) could prevent breast cancer bone metastasis. A large number of randomized trials, mostly underpowered, were subsequently performed. This year saw several decades of work come to fruition.

Let’s begin with the Early Breast Cancer Trialists’ Collaborative Group’s meta-analysis of adjuvant bisphosphonate trials (Lancet 2015;386:1353-61). I have become somewhat uncertain of the value of Oxford meta-analyses in an era dominated (on the one hand) by quite large Phase III trials, and on the other hand by rapidly emerging trials based around small genomics-driven subsets. But this is the sort of meta-analysis that shows the continuing value of the Oxford studies.

To summarize a large body of data, bisphosphonate use reduces the risk of distant metastasis and improves overall survival for early stage breast cancer. The reduction in distant metastasis is attributable entirely to a reduction in bone metastasis, biologically predictable but disappointing to those who felt there might be some spillover effect to other organs. The meta-analysis was composed of an astonishingly diverse array of studies, with differing bisphosphonates, different durations of therapy, and different patient populations. The only subgroup to satisfy a formal test for interaction was menopausal status: all the benefit was confined to postmenopausal women.

We lack a huge database of studies when we turn from bisphosphonates to RANK ligand inhibition. At present we have one drug (denosumab) in one study (ABCSG-18), and that study is frustrating. The Austrians randomized postmenopausal women receiving an aromatase inhibitor to either every six-month denosumab 60 mg or a placebo. The study’s primary endpoint was the prevention of skeletal-related events, with disease-free survival as a secondary endpoint.

The paper on skeletal-related events was published in the Lancet (2015;386:433-43). This was a real success, with denosumab markedly reducing osteoporotic fractures (hazard ratio = 0.50, p < .0001). The fracture rate in the control arm was higher than what we might have suspected, suggesting that we may have been missing AI-induced osteoporosis.

The ABCSG18 investigators next looked at disease-free survival… and that is where frustration enters the picture. Because of the impressive bone result, the study’s data monitoring committee felt there was an ethical obligation to report the results to the patients, allowing those on the control arm to cross over to denosumab therapy, with subsequent pollution of disease-free survival (DFS) results. The trialists (Michael Gnant presented their data at the 2015 San Antonio meetings) performed their analysis at a time that was clearly earlier than one would have liked, and demonstrated a «close but not quite there» p value of .051.

Where does all this leave us? First, we have great evidence for therapeutic benefit with bisphosphonates in postmenopausal early stage breast cancer. But which drug should we use, and for how long and in what dosage? Perhaps the guidelines committees will help us out on this. The RANK ligand data—such as it is—looks similar to the bisphosphonate data, with appropriate caveats. We await more denosumab data, but given denosumab’s track record in the metastatic setting, I doubt it will prove inferior to bisphosphonate therapy. Given its convenience and somewhat better tolerability, it may prove the ultimate winner.

Palbo
Estrogen receptor positive breast cancer had been a sleepy therapeutic area for much of the past decade. That changed in recent years, first with the approval of the mTOR inhibitor everolimus, and now with the introduction of the cyclin dependent kinase inhibitor palbociclib. Basic biologists have known for some time that estrogen’s growth actions require a pathway that includes Cyclin D and CDK’s 4 and 6. Palbociclib blocks CDK4/6, and in cell line models was shown to have striking activity in ER-positive breast cancer cell lines.

In April of 2015 the Food and Drug Administration gave palbociclib an accelerated approval based on the PALOMA-1 results. PALOMA-1 was a randomized Phase II trial (or, rather, a mash-up of two underpowered randomized Phase II trials) comparing letrozole alone to letrozole plus palbociclib. The trial, published in Lancet Oncology (2015;16:25-35), showed a rough doubling (from 10.2 to 20.2 months) in progression-free survival. PALOMA-1 was followed in short order by PALOMA-3, also published in 2015 (NEJM 2015;373:209-219), repeating the same experiment in a Phase III setting with fulvestrant as the endocrine agent. PALOMA-3 demonstrated a significant (statistically and clinically) improvement in progression-free survival, going from 3.8 to 9.2 months.

Palbociclib, as those who use it know, removes some of the joys of endocrine monotherapy. It is obscenely expensive and it adds toxicity to the mix, albeit manageable toxicity. Because CDK 4/6 inhibitors also affect neutrophil production, low neutrophil counts are common and require evaluation and not infrequent dose modification. Though the PALOMA-1 trial saw no neutropenic fevers, out in the real world older and frailer patients get hospitalized with infections.

Two other CDK 4/6 inhibitors are in Phase III trials, and along with palbociclib they cover the entire ER-Positive waterfront. Palbo, in turn, has entered adjuvant trials. These are good things, but I wish I knew more about CDK inhibitors. I have had metastatic breast cancer patients respond for a decade to an aromatase inhibitor. Will I need to give Palbo for a decade as well, and if so, at what cost, both financial and in terms of inconvenience and toxicity? Will we be able to predict who benefits? What are the mechanisms of resistance? How long (assuming it works there) will I need to give a CDK 4/6 inhibitor in the adjuvant setting? If I start a patient on an AI plus Palbo and the patient progresses, should I then switch to fulvestrant plus Palbo? Lots of work for clinical trialists, and lots of questions of importance to patients.

Pertuzumab and Lapatinib
This year saw the updated results from the CLEOPATRA trial in front-line HER2-positive breast cancer (NEJM 2015;372:724-34). This trial compared combination HER2-targeted therapy to trastuzumab monotherapy in the presence of docetaxel. These results are stunning, with an improvement in overall survival from 40.8 to 56.5 months, far more than I would have guessed, and clearly establishing dual HER2-targeted therapy as the standard of care in front-line HER2-positive disease. We can only hope that these results will translate to the adjuvant setting when the APHINITY trial matures.

However, a cost-benefit analysis estimated the cost per quality-adjusted life year of adding on pertuzumab at $713,000 (J Clin Oncol 2015 Sep 8. pii: JCO.2015.62.9105 [Epub ahead of print]).

While the CLEOPATRA results were exceptionally positive, lapatinib disappointed. The long-awaited adjuvant lapatinib ALTTO trial, presented at the 2015 ASCO Annual Meeting’s plenary session (and subsequently published in the Journal of Clinical Oncology), was essentially a negative trial, closing out a decade of work for this kinase inhibitor.

What Do We Do with This Data?
Every year sees some studies that make me wonder whether my hard-won worldview is wrong; there were two of these this year. The first involved the anti-VEGF agent bevacizumab. Bevacizumab prolongs disease-free survival but not overall survival in front-line metastatic breast cancer in numerous Phase III trials. Bevacizumab does not prolong disease-free or overall survival in the adjuvant setting in multiple disease subsets in multiple Phase III trials. The world, myself included (and I devoted a decade of my academic career to anti-VEGF therapy), had given up on bevacizumab for breast cancer.

I was surprised, therefore, to read the NSABP’s trial of bevacizumab in the neoadjuvant setting (Lancet Oncol 2015;16:1037–48). Comparing the chemotherapy alone to the same plus bevacizumab in the preoperative setting, the investigators saw an improvement in both pathological complete response rate and overall survival (though curiously only a trend toward improved disease-free survival). Bevacizumab finally has a positive trial where it counts.

What do we do with this data? Is it real or is it just one of those statistical outlier results that pop up every now and then when one does enough trials with a drug? If it is real, why? I can come up with an explanation involving the use of anti-VEGF therapy in the presence of an intact primary tumor, perhaps with a bow to VEGF’s immune effects. But I am perplexed.

The other «I don’t know what to do with it» trial involves post-neoadjuvant capecitabine. A group of Japanese and Korean investigators, led by Masakazu Toi, MD, presented this trial at the San Antonio meetings (2015 San Antonio Breast Cancer Symposium, Abstract S1-07). HER2-negative patients with significant residual disease after chemotherapy were randomly assigned to post-neoadjuvant capecitabine (in the FDA-approved dose and schedule for metastatic disease) or to the control group. The analysis showed statistically significant improvements in both disease-free (74.1% versus 67.7%) and overall (89.2% versus 83.9%) survival. Benefits were seen in both triple-negative and HR-positive patients.

Adjuvant capecitabine, in several large, well-conducted trials (including the NSABP trial that was positive for bevacizumab), failed to alter the destiny of early stage breast cancer patients. Again, I am perplexed.

Drug development remains mysterious and unpredictable. Focus on what wonderful surprises 2016 will bring.

Posted 26 Φεβρουαρίου, 2016 by msofcrete in Uncategorized

Tagged with

Anyone who thinks Westerners are flocking to Isil because of the Iraq war is a fantasist   Leave a comment

Isil and its jihadist ideology uniquely exploit underlying conflicts and offer the conspiracy theory solution: none of this is your fault.

 

12:11PM GMT 18 Feb 2016

The Telegraph

When Islamist radicals commit some heinous act, they very often try to justify this as a legitimate response to the West’s foreign policy in the Muslim world. The West is the aggressor in “Muslim lands”, oppressing Muslims, so an equally violent response is therefore just and appropriate.

 

I will start by stating the obvious: Western foreign policy in the Middle East has been hugely dysfunctional, and very frequently responsible for very damaging outcomes. The Iraq War is the paradigm example, but this is something that stretches back an entire century. Yet the notion that people both in the Middle East and in the West get radicalised in response to Western interventions in the Muslim world is nonsense.

This claim is nothing more than a rhetorical pillar for the grievance and victimhood “theology” of jihadism. Its purpose is to give colour to their Manichean black and white, Us vs Them worldview which sustains the most horrific excesses of the terrorists as “necessary” in their millenarian battle of “good” vs “evil”: “They are attacking Us! We are merely defending ourselves! We are the good guys here!” Obviously, they must teach young children to kill with callousness and gratuitous brutality in self-defence.

If it were genuinely the case that global Jihadism in its current incarnation was some kind of reaction to Western “imperialism” in the Middle East, you would expect this movement to have certain features, and to behave in certain ways. For example, you would expect the movement to try and unite Muslims, and even non-Muslims in the affected Middle Eastern countries, in a struggle against Western imperialist aggression, targeting specifically Western assets and interests.

 

Yet Isil and their ilk do the very opposite of that. This does get repeated quite often, but it does not seem to sink in with Western audiences: the primary target of Isil and similar groups is not the West. It is other Muslims. Above all, Shia Muslims. But also other ethnic, religious and tribal groups.

The attacks on the West are relatively rare, and small scale relative to what the other groups have to endure. The largest attack against the West carried out by Isil was the Paris attack last November. 130 were killed, and 368 were wounded. A horrific attack by any measure, but compare it with some of the attacks on the Shia, or the Yazidi minority. In October 2014, Isil executed 1,700 Shia civilians in one sitting at Camp Speicher, and a further 670 Shia prisoners in a massacre in Tikrit. By 2015, the U.S. Holocaust Memorial Museum assessed that ISIS had committed genocide against the Yazidis, but also ethnic cleansing and war crimes against Shias, Kurds, Christians, Mandaean and other groups.

Small scale attacks, with fewer than 10 victims are much more frequent. In the West they seem to be happening at a rate of one every couple of months in past last year. By comparison, in the Middle East, random murders of Shia civilians or bombing of marketplaces or Shia mosques happen on a daily basis.

And let us not forget that the attacks that do happen in the West, especially the more recent ones in the United States, only have the most tenuous links to Isil. It often goes no further than one or two deranged gunmen who “pledged allegiance” to Isil in their bedroom, but had virtually no contact with the group beyond that.

For Isil, these attacks are important for PR and marketing. It allows it to recruit foreign fighters for its battles in the Middle East. And Western Media coverage that these attacks ensure give it clout and prestige. But for them, the real battles are against the Shia government of Iraq, the Shia Alawite government of Syria and the Kurds. And any non-Sunni, thus “non-Muslim” civilian minority caught in their “Muslim lands”.

If Isil really was about defending the Middle East from Western “aggression”, why on earth would they attack Indonesia, of all places – the largest Muslim country in the world? Indonesia has had absolutely nothing at all to do with Western foreign policy. Its only “sin” is that it largely practices a very tolerant and inclusive kind of Islam, and does so very successfully. And to the likes of Isil, there is nothing more threatening than a representation of Islam which is at peace with the world, and very successful for it. Indonesia is not oppressed by the Crusaders and the Zionists, and gets along rather well with all kinds of Islamic sects and non-Islamic religions. That is what makes them “un-Islamic” in the warped ideology of the jihadists. They simply do not fit the victimhood and grievance ideology, so they cannot possibly be Islamic.

 

But what about those Muslims radicalised in the West? Young men and women born and raised here, but who nonetheless become radicalised and either carry out attacks on Western streets, or travel to join the fighting in Syria. Are they radicalised by Western intervention in the Middle East?

No. Radicalisation is complex phenomenon. There are as many reasons for radicalisation as there are radicalised young Muslims. Each one of them has their own story with a complex mix of reasons, more or less rational, for why they have come to have the radical world view. Nonetheless, we can also observe some strong patterns amongst those radicalised emerging from the increasing body of interdisciplinary research on radicalisation.

For example, most come from unsafe, unstable social environments and have histories of petty crime, as well as drink and drugs problems. It is also notable that this tendency is especially acute amongst white Western converts. They may feel that their lives lack direction, but also feel disempowered and disenfranchised. They feel that they are not in control of their own destinies.

What an organisation like Isil offers them is instant reception. And moreover, a purpose. A direction in life. You can be an unemployed petty drug dealer one day but if you take a flight to Turkey and cross the border into Syria you are instantly transformed into a warrior of God.

Recruits get guaranteed salvation in the afterlife, but also, the opportunity to establish political utopia on Earth. Something that has not been on offer anywhere in the world since the collapse of communism. They get all that and they get free reign to vent their pent up aggression and their sexual frustration – and the research shows that the recruits have plenty of both. Where else can you get a sense of belonging, a purpose of building paradise on Earth, an opportunity to kill bad guys and sexually enslave as many of “their women” as you can get your hands on? Coming from cultures like ours that glorify sexual prowess, violence, and political utopianism, is it any wonder that so many are seduced by what Isil is promising them?

Western foreign policy? Sure, why not? Sounds like a legitimate argument. They will have it. But is that really what gets anyone out of bed in the morning? If the West “got out of Muslim lands” tomorrow, would anything really get better for anyone in the Middle East? And is there even any possible way for all Western countries to cut ties with the Middle East so drastically that they could be said to have “gotten out of Muslim lands”? In the mind of these zealots, even speaking to “non-Muslims” can corrupt one’s moral purity.

The bottom line is that a lot of this complaint against Western foreign policy is nothing more than an exercise in denial: what the Muslim world, and young Muslims here in our countries, are in denial about is that almost all problems Muslims face in the Muslim world is the fault of none other than the Muslims who live there. Local sectarian and tribal rivalries, regional rivalries between Iran and Saudi Arabia, rampant corruption and chronic economic mismanagement, gross social inequality between most people and a tiny elite who monopolise oil and other key resources, and a bulging youth population with no economic prospects and little to do other than pick up a Kalashnikov. Those are the fundamental problems of the Middle East, and they have next to nothing to do with the West, or its foreign policy in the region. But they do radicalise the local populations.

Isil and its jihadist ideology uniquely exploit and amplify these underlying conflicts and offer the conspiracy theory solution: none of this is your fault. There is a big villain far away who has engineered all your problems. You are good people, and all of this will be magically fixed if we go now and kill the bad people. Who are the bad people? Don’t worry about it, we’ll show you when we get to the battlefront. In psychiatry, we call these denial and displacement respectively. In the real world, we have to call this the instrumentalisation of religion for an ideology of death – and a real tragedy.

Dr Azeem Ibrahim is an RAI Fellow at Mansfield College, University of Oxford and Research Professor at the Strategic Studies Institute, US Army War College.

Posted 19 Φεβρουαρίου, 2016 by msofcrete in Uncategorized

DAVID JOHNSTON: Canada’s culture of research excellence   Leave a comment

Contributed to The Globe and Mail

Published Wednesday, Feb. 10, 2016 6:00AM EST

David Johnston is Governor-General of Canada.

His Excellency The Right Honourable David Johnston, Governor-General and Commander-in-Chief of Canada (Dave Chan for The Globe and Mail)

I was born in the town of Copper Cliff, now a part of Sudbury, a city famous for its minerals and for being the site of National Aeronautics and Space Administration (NASA) training missions in the early 1970s. To this day, the reason for those missions is misunderstood: Rather than training in Sudbury because its landscape resembled the moon – as the myth goes – the Apollo astronauts were there to study geology. Specifically, they were studying the Sudbury basin, a two-billion-year-old meteor impact similar to impacts found on the lunar surface. Those astronauts weren’t learning how to moonwalk in Sudbury, they were learning about moon rock.

Why am I telling this story? Not just because I’m a Sudbury native who wants to set the record straight. It’s because I’m in Washington attending meetings on the margins of the American Association for the Advancement of Science – a gathering of some of the world’s top science minds, including numerous Canadians – and Sudbury is again starring prominently in the world of scientific discovery. This time, it’s for what we’ve learned there about the sun.

That’s right, the sun! This time around, the Sudbury basin is the site of the Sudbury Neutrino Observatory (SNO), a lab the size of a 10-storey building located two kilometres underground in Vale’s Creighton Mine.

Recently, the SNO was awarded a prestigious 2016 Breakthrough Prize in Fundamental Physics, dedicated to encouraging physicists studying the deepest mysteries of the universe. The award was accepted on behalf of an international team by Arthur McDonald – himself a co-winner of the 2015 Nobel Prize in Physics for his work at the SNO.

To say the least, it has been a good year for Canadian physicists on the world stage – as well as for all kinds of Canadian scholars. In 2015, no fewer than 24 Canadians won prestigious international awards and prizes in science, engineering, health, medicine, the social sciences and humanities. This is a great achievement, and during my visit to Washington, I’m meeting with scientists and leaders from governments, universities, granting agencies and non-governmental organizations to find ways to build on that record and to further promote Canadian excellence. Because in a world where knowledge is a key currency, nothing attracts talent and resources like success. Global Excellence, an initiative I’ve been working on with academic institutions and government agencies, seeks to recognize and celebrate success so we enhance a Canadian culture of equality of opportunity and excellence.

How do we do this? The story of the Sudbury Neutrino Observatory provides us with some valuable lessons.

One, collaboration – often on a global scale – is critical to success. The SNO involved hundreds of scientists, technicians, institutions and agencies from Canada, the United States, Britain and Portugal. Even Dr. McDonald’s Nobel Prize is shared with Takaaki Kajita of the University of Tokyo, who led an earlier phase of the neutrino experiment in Japan.

Two, whether you’re an individual or community, leverage your local strengths. Think of Sudbury. Who would have thought a nickel mine would be an ideal place to observe neutrinos from the sun? Sometimes the competitive edge we need is literally right under our noses. What makes your community unique?

Three, recognize that Canada is home to some of the world’s brightest minds. We must support and celebrate their success. That means nominating our leading scholars and organizations for the world’s top prizes in the sciences, the arts, social sciences and humanities. Because sometimes the clichés are true: You miss 100 per cent of the shots you don’t take!

Together, in every sphere of activity, let’s build on our momentum and make sure the world acknowledges and celebrates the truly stellar achievements of Canadian trailblazers.

Posted 10 Φεβρουαρίου, 2016 by msofcrete in Uncategorized

Tagged with